[...] Ας σταθούμε για κάμποση ώρα μόνοι με τον εαυτό μας. Ας αναλογιστούμε ό,τι ηχεί μέσα μας. Ίσως, αρκετοί από μας αισθανόμαστε ένα μακρύ ατέλειωτο κατάλογο αμαρτιών να διέρχεται κάθε μας κύτταρο, να εισχωρεί βαθιά στην καρδιά και τη σκέψη μας. Ένας κατάλογος που μας τυλίγει απειλητικά στην πνιγηρή του ατμόσφαιρα και κάνει τη ζωή μας να μοιάζει δίχως διέξοδο, χωρίς ελπίδα. Όταν νιώθουμε, ότι παντού γύρω και μέσα μας στήνουν χορό αμέτρητες αμαρτίες· όταν νομίζουμε πως η ζωή μας δεν είναι τίποτ' άλλο από ένα στείρο διάλογο με τις παγίδες που ο διάβολος στήνει ανάμεσα σε μας και τον Θεό· τότε, ορθώνεται μπροστά μας ο πιο καίριος πειρασμός. Είναι ο τελευταίος πειρασμός πριν από το σωτήριο βήμα. Αυτός ο πειρασμός έχει δύο όψεις.
Με τη μια του όψη μοιάζει να μας λέει: «Η γη είναι γεμάτη αμαρτίες, οι άνθρωποι κατακλύζονται από αυτές. Ό,τι κι αν κάνεις κινδυνεύεις, κινδυνεύεις από τους άλλους ανθρώπους, κινδυνεύεις από τη σχέση σου μαζί τους, κινδυνεύεις απ' ό,τι δημιούργησε ο Θεός, κινδυνεύεις, κινδυνεύεις... Δεν σου μένει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά μόνο μία: Να αποφεύγεις την ανθρώπινη συναναστροφή, να τρέμεις κάθε σου επαφή με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Δεν σου μένει παρά να νιώθεις βαρύ πάνω σου το χέρι ενός αδυσώπητου τιμωρού Θεού.»
Κι έρχεται ο ίδιος πειρασμός με την άλλη όψη του που μας κραυγάζει: «Άνθρωπε, μη φοβάσαι τίποτα· δεν υπάρχουν αμαρτίες, δεν υπάρχει διάβολος. Αυτά είναι εφευρέσεις των παπάδων για να κατευθύνουν τη ζωή μας. Μην τους ακούς. Ζήσε και γλέντησε τη ζωούλα σου· κάνε ό,τι επιθυμεί η καρδιά σου· μη σταματάς σε κανένα εμπόδιο. Δεν υπάρχει αμαρτία· υπάρχει μονάχα ό,τι σε ευχαριστεί. Μια ζωή την έχεις· γλέντα την κι ας καταστραφεί όλος ο κόσμος, φτάνει να ζήσεις εσύ.»
Ο ίδιος πειρασμός με τις δύο του μορφές μοιάζει να μας λέει εντελώς αντίθετα πράγματα: από τη μια «τα πάντα είναι αμαρτία», από την άλλη «τίποτα δεν είναι αμαρτία». Κι όμως αυτές οι δύο τόσο αντιφατικές απόψεις δεν λένε παρά μονάχα ένα και το αυτό πράγμα: «Άνθρωπε, δεν έχεις ελπίδα!» Κι εδώ είναι το μέγιστο ψεύδος, και η μεγάλη παραπλάνηση αυτού του πειρασμού. Και με τη μία όψη και με την άλλη έχει ως στόχο να μας απελπίσει· να μας κόψει κάθε ελπίδα σχέσεως με τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Γιατί αν παντού τα πάντα είναι αμαρτία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα· το μόνο που σου μένει είναι να τρέμεις τον Θεό και να φυλάγεσαι από τους ανθρώπους. Δηλαδή, δεν έχεις ελπίδα ούτε τον Θεό να συναντήσεις (αφού Τον τρέμεις, θα κρύβεσαι σαν τον Αδάμ όταν άκουσε τη φωνή Του), ούτε με τους άλλους ανθρώπους θα μπορείς να σχετισθείς (εφ' όσον αποτελούν κίνδυνο να αμαρτήσεις).
Γιατί αν παντού τα πάντα είναι αμαρτία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα· το μόνο που σου μένει είναι να τρέμεις τον Θεό και να φυλάγεσαι από τους ανθρώπους. Δηλαδή, δεν έχεις ελπίδα ούτε τον Θεό να συναντήσεις (αφού Τον τρέμεις, θα κρύβεσαι σαν τον Αδάμ όταν άκουσε τη φωνή Του), ούτε με τους άλλους ανθρώπους θα μπορείς να σχετισθείς (εφ' όσον αποτελούν κίνδυνο να αμαρτήσεις).
Και πάλι, αν «τίποτα δεν είναι αμαρτία», το ίδιο ανέλπιδο αποτέλεσμα ακολουθεί. Γιατί όταν ζούμε όπως μας ευχαριστεί χωρίς να υπολογίζουμε κανένα, τότε αναπόφευκτα δεν μπορούμε ούτε τον Θεό, ούτε τους ανθρώπους να αγαπήσουμε. Πώς να αγαπήσεις κάποιους όταν δεν ενδιαφέρεσαι γι' αυτούς;
[...] Ανάμεσα στην απελπισία του «τα πάντα είναι αμαρτία» και του «τίποτα δεν είναι αμαρτία», υπάρχει η χρυσή οδός της Εκκλησίας του Χριστού. Ο Χριστός ήρθε να συναντήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Γνωρίζει καλά ότι είναι αδύνατο να μην είναι κανείς αμαρτωλός. Δεν μας ζητάει λοιπόν να γίνουμε αναμάρτητοι για να συναντηθούμε μαζί Του. Αρκεί να έχουμε μια συναίσθηση αμαρτωλότητας και εμπιστοσύνης στη χάρη του Θεού. Εκεί που σε μας τα πάντα φαίνονται αδύνατα, για τον Θεό όλα είναι δυνατά. «Τὰ ἀδύνατα παρ' ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι.»
Το μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως είναι όντως μυστήριο. Προσέρχεται κανείς σ' αυτό μ' ένα στοιχειώδες αίσθημα αμαρτωλότητος και μετά την εξομολόγηση αισθάνεται εντονότερα αμαρτωλός. Σιγά-σιγά όμως, αν έχει αγαθή προαίρεση, μαθαίνει με τρόπο μυστηριακό, ότι όση άβυσσο κι αν κρύβει η ψυχή του, ο Χριστός είναι εκεί κοντά του, μέσα του· τον δέχεται και τον αγαπάει, έτσι όπως είναι -αμαρτωλό. Το μυστήριο της μετανοίας κι εξομολογήσεως μάς φανερώνει πόσο αμαρτωλοί είμαστε και ταυτόχρονα γεννοβολάει μέσα μας την ελπίδα. Μέσα στην εξομολόγηση μαθαίνουμε πόσο δύσκολη και οδυνηρή είναι η πραγματική μετάνοια· όμως μαζί μ' αυτήν τη γνώση θεριεύει το θάρρος να συναντήσουμε τον Χριστό, έτσι ακριβώς όπως είμαστε: αμαρτωλοί γεμάτοι ελπίδα· αποτυχημένοι γεμάτοι πίστη· φίλοι Του αγαπημένοι, με θάρρος στην αγάπη Του, με ελπίδα στη χάρη Του.
Και αν ακόμα ο φόβος και η αμφιβολία φωλιάζουν στην ψυχή μας, ας ακούσουμε τη φιλάνθρωπη φωνή Του:
Το μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως είναι όντως μυστήριο. Προσέρχεται κανείς σ' αυτό μ' ένα στοιχειώδες αίσθημα αμαρτωλότητος και μετά την εξομολόγηση αισθάνεται εντονότερα αμαρτωλός. Σιγά-σιγά όμως, αν έχει αγαθή προαίρεση, μαθαίνει με τρόπο μυστηριακό, ότι όση άβυσσο κι αν κρύβει η ψυχή του, ο Χριστός είναι εκεί κοντά του, μέσα του· τον δέχεται και τον αγαπάει, έτσι όπως είναι -αμαρτωλό. Το μυστήριο της μετανοίας κι εξομολογήσεως μάς φανερώνει πόσο αμαρτωλοί είμαστε και ταυτόχρονα γεννοβολάει μέσα μας την ελπίδα. Μέσα στην εξομολόγηση μαθαίνουμε πόσο δύσκολη και οδυνηρή είναι η πραγματική μετάνοια· όμως μαζί μ' αυτήν τη γνώση θεριεύει το θάρρος να συναντήσουμε τον Χριστό, έτσι ακριβώς όπως είμαστε: αμαρτωλοί γεμάτοι ελπίδα· αποτυχημένοι γεμάτοι πίστη· φίλοι Του αγαπημένοι, με θάρρος στην αγάπη Του, με ελπίδα στη χάρη Του.
Και αν ακόμα ο φόβος και η αμφιβολία φωλιάζουν στην ψυχή μας, ας ακούσουμε τη φιλάνθρωπη φωνή Του:
«Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις;»
Αρχιμ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Επιστροφή: Μετάνοια και εξομολόγηση, επιστροφή στον Θεό και στην Εκκλησία Του, εκδ. Ακρίτας, 2007, σ. 96-100.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου