Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Τιμώρησέ με!



Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό:
- Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού! Στείλε μου λοιπόν κεραυνό ή καμιάν άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή.

Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
- Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς είναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι αυτό και δεν τολμώ να Σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Αν όμως είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου. Αν πάλι είναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη. Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας και αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα να με τιμωρείς. Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.

Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα και ολόψυχα, λειώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.

Και να! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
- Τι έχεις, άνθρωπέ μου; Γιατί κλαίς έτσι;
Ο αδελφός Τον αναγνώρισε και αποκρίθηκε έντρομος:
- Γιατί έπεσα, Κύριε!
- Ε, σήκω!
- Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!
Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό και τον σήκωσε.

Μα κι όταν αυτός σηκώθηκε, συνέχισε να θρηνεί.
- Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξαναλέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
- Δεν θέλεις, Κύριε, να κλαίω και να λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, που τόσο πολύ Σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ΄ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε:
- Μη λυπάσαι πια. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή που γνήσια μετανοεί.

Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.


Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Ας μην αγωνιούμε!

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
(Ματθ. στ' 22-33)



ΜΗΝ ΑΓΩΝΙΑΤΕ!
« μὴ οὖν μεριμνήσητε... οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων»

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὴν ἐποχή μας τὸ ἄγχος ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς συχνὸ φαινόμενο ἀλλὰ πραγματικὴ μάστιγα! Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν καθημερινὴ ἐπιβίωση, τὸ αὐξανόμενο φάσμα τῆς ἀνεργίας, οἱ προβλέψεις γιὰ ἕνα δυσοίωνο μέλλον καὶ πολλοὶ ἄλλοι λόγοι συν τελοῦν, ὥστε νὰ δημιουργοῦν μέσα στὴν ψυχὴ ἔντονη ἀνησυχία καὶ ἀγωνία. Ὡστόσο ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ ἀποβά λουμε κάθε παρόμοια ἀνησυχία: «Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων», μᾶς λέει. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀγωνιᾶτε, διότι ὁ Οὐράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ὅλες τὶς ἀνάγκες σας καὶ συνεπῶς θὰ τὶς καλύψει Ἐκεῖνος.

Ἀξίζει λοιπὸν νὰ ὑπογραμμίσουμε τρία σημεῖα μὲ βάση τὸν ἐνθαρρυντικὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα πολὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἄγχους.


1. ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ
Ὁ Θεὸς ὡς Πάνσοφος καὶ Παντογνώστης γνωρίζει ὅλες τὶς ἀνάγκες μας, μικρὲς καὶ μεγάλες. Αὐτὸ σημαίνει ἡ λέξη «οἶδε»: Γνωρίζει ὁ Θεός! Καὶ τὰ μεγάλα προβλήματα καὶ τὰ μικρά. Καὶ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν καταλαβαίνει καὶ μόνοι μας παλεύουμε νὰ τὰ ξεπεράσουμε. Ὅλα τὰ γνωρίζει ὁ Θεός. Τίποτε δὲν τοῦ διαφεύγει, ἀκόμη καὶ οἱ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας εἶναι μετρημένες· «πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. ι΄ 30, Λουκ. ιβ΄ 7)· πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς προνοεῖ καὶ φροντίζει ἀκόμη καὶ γι’ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἐμεῖς δὲν δίνουμε καθόλου σημασία. Εἶναι αὐτονόητο λοιπὸν ὅτι γνωρίζει τὶς ἐπείγουσες καὶ μεγάλες ἀνάγκες μας καὶ ἐνδιαφέρεται πολὺ περισσότερο γι’ αὐτὲς καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας! Τὸ ἄγρυπνο βλέμμα του μᾶς παρακολουθεῖ στοργικὰ καὶ ἐγγυᾶται τὴ διαρκὴ προστασία μας, διότι ὅπως λέει κι ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός: Ποτὲ δὲν κλείνει μάτι ὁ Θεός! «Οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ» (Ψαλμ. ρκ΄ [120] 4). Γι’ αὐτὸ καὶ κοντά του αἰσθανόμαστε ἀπόλυτη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα.

2. ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ
Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἀσφάλειας αὐξάνεται ἀκόμη περισσότερο ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά μας εἶναι ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας! Τὸ λέμε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε στὴ γνωστὴ προσευχή: «Πάτερ ἡμῶν...». Ἄραγε ἔχουμε συνειδητοποιήσει τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «Πάτερ ἡμῶν»; Εἶναι Πατέρας μας ὁ πανάγαθος Θεός, κι ἐμεῖς παιδιά του ἀγαπημένα. Εἶναι Πατέρας μας καὶ μᾶς ἀγαπᾶ μὲ μία τέλεια ἀγάπη, ἀσύλληπτη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ ἀσύγκριτη μὲ καθετὶ στὸν κόσμο.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος: Ποιὸς πατέρας ἀπὸ σᾶς, ὅταν ὁ γυιός του τοῦ ζητήσει ψωμί, θὰ τοῦ δώσει πέτρα; Ἢ ὅταν τοῦ ζητήσει ψάρι, ἀντὶ γιὰ ψάρι θὰ τοῦ δώσει φίδι;... Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐνῶ εἶστε ἁμαρτωλοὶ γνωρίζετε νὰ δίνετε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο στὰ παιδιά σας, πόσο περισσότερο ὁ Οὐράνιος Πατέρας θὰ δώσει πλούσια τὰ ἀγαθά του σὲ ὅσους Τοῦ τὰ ζητοῦν; (Λουκ. ια΄ 11-13).

3. ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ
Δὲν εἶναι ὅμως μόνο ὅτι ὁ Θεὸς ὡς Παντογνώστης γνωρίζει τὶς ἀνάγκες μας καὶ ὡς Πατέρας μᾶς ἀγαπᾶ. Εἶναι καὶ τὸ ὅτι ὡς παντοδύναμος Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει! Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε: ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νὰ γνωρίζουν κι ἄλλοι τὰ προβλήματά μας, καθὼς τὰ μοιραζόμαστε μαζί τους. Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς συγκινεῖ ἡ ἀγάπη τους. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ δώσει πρα γματικὰ λύση στὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε; Ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγγυηθεῖ ὅτι τίποτε δὲν θὰ μᾶς λείψει; Μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός. Διότι «παρὰ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι» (Ματθ. ιθ΄ 26). Ὅλα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ τότε λοιπὸν ποὺ βλέπουμε ὅτι οἱ δυσκολίες εἶναι ἀξεπέραστες καὶ τὰ πράγματα στενὰ ἀπὸ παντοῦ, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε! Ὁ Θεὸς στὸν Ὁποῖο πιστεύουμε εἶναι ὁ ἴδιος Θεὸς ποὺ ἄνοιξε δρόμο στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα γιὰ τὸν ἐκλεκτὸ λαό του. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔθρεψε τοὺς Ἰσραηλίτες μέσα στὴν ἔρημο. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ αἰῶνες τώρα ἐπιτελεῖ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας καὶ στὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας, ὥστε νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν μὲ τὸν ὑπέροχο ψαλμικὸ ὕμνο: «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (βλ. Ψαλμ. ος΄ [76] 14-15).

❁ ❁ ❁

«Διῶξτε τὸ ἄγχος ἀπὸ τὴ ζωή σας!»
Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μὴ μεριμνᾶτε...»! Ἂς κάνουμε λοιπὸν μὲ ἐπιμέλεια τὸ καθῆκον μας κι ἄς μὴν ἀγωνιοῦμε. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας γνωρίζει ὅλες τὶς ἀνάγκες μας καὶ φροντίζει γι’ αὐτές. Ἂς στηρίξουμε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα μας σ’ Ἐκεῖνον καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει.


Πηγή: περιοδ. Ο Σωτήρ, τεύχ. 2026, 1 Ιουλίου 2011, σ. 291-293

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Κύριε, σώσε την Κύπρο μας (1975)

Ξεφυλλίζοντας παλιά κιτρινισμένα χαρτιά έπεσα πάνω στο παρακάτω φυλλάδιο, έκδοση των Χριστιανικών Κύκλων Λευκωσίας, ένα μόλις έτος μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Δυστυχώς, Θεέ μου, είναι τόσο επίκαιρο 37 χρόνια μετά με την πληγή ανοικτή...

Ας ξαναϋψώσουμε τα χέρια, ας ξανακάνουμε την ευχή. Κύριε, άρε τη δοκιμασία από το κορμί της Κύπρου μας...



ΠΕΝΤΑΛΕΠΤΟΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Αγαπητοί,

Οι τόσον κρίσιμες μέρες, που διέρχεται η προσφιλής μας πατρίδα Κύπρος και μαζί μ' αυτήν και ολόκληρος ο ελληνισμός, επιβάλλουν την ανάγκην να στραφούμε με θερμή πίστη προς τον Κραταιό Θεό. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να λησμονούμεν, ότι «οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ Θεοῦ ἀπολοῦνται». Ενώ όσοι με πίστη θερμή καταφεύγουν Σ' Αυτόν, λυτρώνονται και μεγαλύνονται.

Τη ζωντανή πίστη μας σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές θα δείξωμε με τη θερμή προσευχή μας προς τον Παντοδύναμο Θεό. Έχομε καθήκον ιερόν, «ἐπαίροντες ὁσίους χεῖρας» και μετά δακρύων κλίνοντες τα γόνατα, να εκζητούμε το θείον έλεος. Ούτε η διπλωματία, ούτε οι Διεθνείς Οργανισμοί, ούτε οι ισχυροί της γης θα μας σώσουν. Μόνον ο Παντοδύναμος Θεός έχει τη δύναμη να μας λυτρώση. Αρκεί να καταφύγωμε με πίστη στο έλεός Του.

Για τούτο και οι Χριστιανικοί Κύκλοι Λευκωσίας καλούν όλους τους ευλαβείς χριστιανούς σε ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΘΕΡΜΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, για τη σωτηρία της πατρίδας μας που κινδυνεύει, μα και για τη λύτρωση της Εκκλησίας.

Καλόν θα είναι να υπάρχη μια ωρισμένη ώρα, κατά την οποία όλοι θα συνενώνωμε τις προσευχές μας προς τον Αγαθό Θεό. Καλούμε λοιπόν όλους κάθε βράδυ για πέντε λεπτά (9-9,5' μ.μ.) να διακόπτουν κάθε άλλην εργασία και να συνενώνουν τις φωνές τους σε θερμήν ικεσία προς το Στοργικό Πατέρα. Και τότε ασφαλώς ο Αγαθός Θεός θα δείξη στο λαό του πλούσιο το έλεός του και θα του χαρίση τη σωτηρία.

Παραθέτουμε στη συνέχεια υπόδειγμα προσευχής. Σ' αυτήν ο κάθε πιστός μπορεί να προσθέτη τα δικά του προσωπικά αιτήματα.


ΚΥΡΙΕ, ΣΩΣΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΑΣ.


Πολυεύσπλαγχνε Κύριε,


Με πόνο πολύ καταφεύγουμε στην Αγαθότητά σου , για να εκφράσουμε τη μεγάλη αγωνία και θλίψη που πλημμυρίζει την καρδιά μας. Κύριε, η ιδιαίτερη πατρίδα μας, η αγαπημένη μας Κύπρος βρίσκεται σε τραγική κατάσταση. Μαζί με τον ψαλμωδό επαναλαμβάνομε με δάκρυα και λυγμούς: «Ὁ Θεός, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου... ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς» (Ψαλμ. οη' 1-2). Πλήθος αδελφοί μας σφαγιάστηκαν από το βάρβαρο εισβολέα. Άλλοι ατιμάστηκαν κι εξευτελίστηκαν. Μεγάλο μέρος του λαού Σου, μακριά από τα σπίτια του, βρέχει με τα δάκρυά του το ξερό ψωμί της προσφυγιάς. Το μισό σχεδόν μέρος του νησιού μας στενάζει κάτω από το πέλμα του βάρβαρου εισβολέα. Πλήθος εγκλωβισμένοι αδελφοί μας υποφέρουν αφάνταστες κακουχίες. Ολόκληρο το νησί μας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής. Μα το χειρότερο, οι ψυχές γέμισαν από μίσος και έχθρα.


Ξεχάσαμε την αγάπη, γιατί ξεκόψαμε από Σένα, το Θεό της αγάπης. Και πλανηθήκαμε σε δρόμους απιστίας και κακίας.


Κύριε, «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν Σου». Γίναμε ένοχοι μπροστά στην αγαθότητά Σου. Γι' αυτό κι η πατρική Σου αγάπη μάς δοκιμάζει σκληρά.


Κύριε, συναισθανόμαστε την ενοχή μας και μετανοημένοι, σαν τον τελώνη, κραυγάζομε από τα βάθη της ψυχής μας. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Συγχώρεσε, Κύριε, τον πονεμένο λαό Σου. Κάνε να μαλακώσουν και πάλιν οι ψυχές. Να γεμίσουν ξανά από τη δική Σου αγάπη και καλοσύνη. Να πληρωθούν από τη δική Σου χάρη.


Λύτρωσέ μας, Κύριε, από τη φοβερή τούτη δοκιμασία που περνούμε. Ελευθέρωσε τον τόπο μας. Σώσε την Κύπρο μας. Σώσε την Εκκλησία Σου. Βοήθησέ την να επανεύρη την ιερή αποστολή της. Κι αξίωσέ μας, Κύριε, λυτρωμένοι από τα σημερινά δεινά να υμνούμεν ακατάπαυστα το Πανάγιο κι υπερύμνητον Όνομά Σου.


Αμήν.

Πηγή: Χριστιανικοί Κύκλοι Λευκωσίας, Οκτώβριος 1975

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Να κλαίμε μ' εκείνους που κλαίνε


Πώς να εκδηλώνουμε την αγάπη και την ευσπλαχνία μας στον συνάνθρωπό μας -πράγμα που είναι σπουδαιότερο και τελειότερο απ' όλα τα άλλα αγαθά- αφού αυτά είναι «το πλήρωμα του νόμου»; (Ρωμ. ιε' 10) Πώς θα συμμερισθούμε τον πόνο τους, αν δεν πάμε να επισκεφθούμε τους θλιμμένους και αν δεν κλάψουμε μαζί τους; Αν δηλαδή μείνουμε ασυγκίνητοι, χωρίς να χύσουμε ούτε ένα δάκρυ, αλλά αντίθετα, ευχαριστούμε τον Θεό για αυτά που τους συνέβηκαν; Γιατί το να υπομένουμε με ευχαριστία τους πειρασμούς και τις θλίψεις που μας βρίσκουν, δείχνει ότι πράγματι έχουμε την αρετή της υπομονής και της καρτερίας. Το να ευχαριστούμε όμως τον Θεό για ξένες συμφορές είναι χαρακτηριστικό χαιρέκακου ανθρώπου, είναι συμπεριφορά που προκαλεί την οργή του λυπημένου, τη στιγμή μάλιστα που ο Απόστολος μάς προτρέπει «να κλαίμε μ' εκείνους που κλαίνε».  (Ρωμ. ιβ' 15)

Τι έχουμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά; Μήπως πρέπει να σας θυμήσουμε για ποια πράγματα πρέπει να κλαίμε και να λυπούμαστε; «Να χαίρεστε», λέει ο Κύριος, «και να αγάλλεσθε, γιατί η αμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς». (Ματθ. ε' 12) Και αλλού πάλι λέει: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα, αλλά να κλάψετε για τα παιδιά σας». (Λουκ. κγ' 28) Ο Ευαγγελικός, λοιπόν, λόγος μάς προτρέπει να συμμετέχουμε στο πένθος εκείνων που θλίβονται για τις αμαρτίες τους και να κλαίμε μαζί με όσους χύνουν δάκρυα μετανοίας.

Να κλαίμε επίσης και να θρηνούμε γι' αυτούς που παραμένουν αναίσθητοι, επειδή αυτοί δεν γνωρίζουν καν την απώλειά τους. Δεν πρέπει κανείς να λυπάται με τη σκέψη ότι δήθεν έχει παραβεί την εντολή του Θεού, αφού δεν έχει κλάψει για τον θάνατο κάποιου ανθρώπου ή γιατί δεν έχει θρηνήσει γοερά μαζί μ' εκείνους που πενθούν. Δεν θα επαινέσω βέβαια [...] τον κυβερνήτη κάποιου σκάφους, ο οποίος αντί να επιβάλλεται στους ταξιδιώτες και να αγωνίζεται κόντρα στον άνεμο, αντί να ξεπερνά τα κύματα και να στηρίζει όσους φοβούνται, ο ίδιος υποφέρει από ναυτία και παραπαίει, όπως εκείνοι που δεν έχουν καμιά πείρα από θάλασσα και ταξίδια. Γιατί με έναν τέτοιο άνθρωπο μοιάζει εκείνος που επισκέπτεται όσους πενθούν και δεν τους ωφελεί με τον λόγο του, αλλά συμμετέχει στις άπρεπες εκδηλώσεις του πένθους τους.

Θα πρέπει, βέβαια, να συμμετέχει κανείς στον πόνο όσων πενθούν. Γιατί έτσι θα γίνει συμπαθής σ' αυτούς που πάσχουν, εφόσον αυτοί θα αισθάνονται ότι υπάρχει κάποιος συνάνθρωπος που δεν χαίρεται και δεν αδιαφορεί για τον πόνο τους, αλλά αντίθετα, συμπάσχει μαζί τους. Δεν θα πρέπει όμως να πάσχει κανείς περισσότερο από εκείνους που πενθούν, ώστε να ξεσπά σε κραυγές και θρήνους, θέλοντας να συμμερισθεί τον πόνο τους. Ούτε βέβαια, θα πρέπει να μιμείται ζηλότυπα όσους ο πόνος τους τους έχει τυφλώσει.

Μ' άλλα λόγια, δεν πρέπει, άνθρωπέ μου, να κλείνεσαι στο σπίτι, να φοράς μαύρα ρούχα, να αφήνεις τα μαλλιά σου και τα γένια σου, όπως συνηθίζουν να κάνουν όσοι πενθούν. Γιατί αυτά μεγαλώνουν τη συμφορά και δεν καταπραΰνουν τον πόνο. Δεν έχεις παρατηρήσει ότι μεγαλώνουν οι πόνοι, όταν σ' ένα τραύμα προστεθεί το πρήξιμο των βουβωνικών αδένων ή στον πυρετό το πρήξιμο της σπλήνας; Δεν ξέρεις πως, αν κανείς τρίψει το πονεμένο μέλος πολύ απαλά, τότε απαλαίνει ο πόνος; Μην ξύνεις λοιπόν την πληγή εκείνου που πενθεί με την απρεπή συμπεριφορά σου, ούτε να συμμερισθείς εκείνον που είναι βουτηγμένος στον πόνο. Γιατί αυτός που θέλει να σηκώσει τον πεσμένο, θα πρέπει, ασφαλώς, να διαθέτει περισσότερη δύναμη από εκείνον. Η γεμάτη περίσκεψη όψη, η σεμνή σε σοβαρότητα και η ήρεμη θλίψη για όσα έχουν συμβεί είναι αρκετά για να εκφράσουν τη συμμετοχή του άλλου και τη συμπόνια προς τον πενθούντα. Όταν πάλι ανοίγεις το στόμα σου για να πεις κάτι, θέλοντας να παρηγορήσεις τον θλιμμένο, μην αρχίσεις να τον επιπλήττεις σαν εκείνον που ποδοπατεί έναν κατάκοιτο. Γιατί είναι πολύ βαρύ και φορτικό πράγμα η επίπληξη, όταν μάλιστα η ψυχή είναι ταλαιπωρημένη από τη θλίψη.

Επιπλέον, δύσκολα κανείς σ' αυτή την κατάσταση δέχεται τον λόγο εκείνου που είναι έξω από τον κύκλο των λυπημένων. Τέτοιου είδους λόγια δεν μπορούν να φέρουν παρηγοριά και ανακούφιση σε όποιον βρίσκεται σε συμφορά και οδύνη. Θα πρέπει να αφήσεις πρώτα τον πονεμένο να εκφράσει τη θλίψη του, αφήνοντας να φανεί πως νιώθεις τον πόνο του, και μετά με πολλή διάκριση, προσοχή και πραότητα θα πρέπει να ξεστομίσεις λόγια παρηγοριάς, όταν πια αυτός θα έχει ξεσπάσει και θα έχει λίγο χαλαρώσει. [...]


Μεγάλου Βασιλείου 
Πηγή: Αλγηδών η αγιοτόκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες, εκδ. «Ετοιμασία», Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 2010, σ. 140-145 


Υ/γ. Αφιερώνουμε το παραπάνω απόσπασμα στη μαυροφορεμένη για ένα ακόμη Ιούλη Κύπρο, στη μάνα, στη σύζυγο, στο παιδί όσων παλληκαριών χάθηκαν τόσο άδικα και τόσο αναπάντεχα στην έκρηξη στη Ναυτική Βάση Ζυγίου. 

Οι Έλληνες της Κύπρου, κυρίως οι νέοι, διαδηλώνουν για πρώτη φορά τόσο μαζικά στους δρόμους ζητώντας δικαιοσύνη και τιμωρία των ενόχων. Πονούμε και οργιζόμαστε. Αλλά, Κύριε, το ξέρουμε ότι τα μέτρα της δικής Σου Δικαιοσύνης δεν μοιάζουν με τα δικά μας. Εσύ, Κύριε, αλλιώς μετράς όσα εμάς ανθρωπίνως μας οργίζουν και μας συνθλίβουν. ΕΥΤΥΧΩΣ με άλλα μέτρα, όχι ανθρώπινα, όλους εμάς μας κρίνεις!

Καταπράυνε, Κύριε, την οργή μέσα μας αλλά και φώτισέ μας στο εξής να πορευόμαστε και να πολιτευόμαστε με σωφροσύνη και τιμιότητα.

Άκουσε, Κύριε, μια ικεσία που υψώνουμε σε Σένα τέτοιες μέρες, τέτοιο μήνα... Σε άπταιστη κυπριακή διάλεκτο άκουσε όσα η γραφίδα του ποιητή μας έβαλε στο στόμα του εθνομάρτυρα Κυπριανού:

Τότες, ο Αρχιεπίσκοπος εψήλωσεν το δειν του [1]
στον ουρανόν, τζι εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα,
εφάνην πως επόνησεν που μέσα στην ψυσιήν του, [2]
τζι είπεν τα τούν' τα [3] δκυο λόγια με δκυο σιείλη [4] καμένα:
«Θεέ, που νάκραν [5] δεν έσιεις [6] ποττέ στην καλoσύνην,
λυπήθου μας τζαι δώσε πκιον [7] χαράν στην Ρωμιοσύνην.»

[1] το δειν του = το βλέμμα του
[2] ψυσιήν = ψυχή
[3] τούν' τα = αυτά τα
[4] σιείλη = χείλη
[5] νάκραν = άκρη, όρια, τέλος
[6] έσιεις = έχεις
[7] πκιον = πια, πλέον 

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Μάρτυρας της πίστεως και της πατρίδος

 

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο το 1756 και εισήλθε σε πολύ μικρή ηλικία ως δόκιμος μοναχός στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, όπου και φοίτησε στο εκεί Ελληνικό Σχολείο, από τα πρώτα του είδους του.

Το 1783 χειροτονήθηκε διάκονος και μαζί με τον θείο του Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο, αδελφό της Μονής, απεστάλη στη Βλαχία προς συλλογή χρημάτων, διότι η Μονή βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.

Στη Μολδοβλαχία ο Ηγεμόνας Μιχαήλ Σούτσος εκτιμώντας την αρετή του νεαρού διακόνου, τον προέτρεψε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, διορίζοντάς τον εφημέριο στον ηγεμονικό ναό, και παράλληλα τον βοήθησε να συμπληρώσει την εγκύκλιο παιδεία του στην εκεί ανώτερη σχολή.

Το 1802 ο Κυπριανός επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με τον θείο του Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο, όπου έφεραν την οικονομική βοήθεια που είχε τόση ανάγκη η Μονή. [...] Έπειτα ο Κυπριανός ανέλαβε τη διαχείριση του μετοχίου της Μονής στον Στρόβολο. [...]

Αφού λοιπόν φανερώθηκαν οι διοικητικές ικανότητες του Κυπριανού, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος, που βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία, τον διόρισε οικονόμο της Αρχιεπισκοπής και του ανέθεσε όλα τα εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα. Όταν το 1804 οι Τούρκοι Οθωμανοί, κάτοικοι της Λευκωσίας, έκαναν εξέγερση για δήθεν έλλειψη σιταριού και επιτέθηκαν στον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, ο οικονόμος Κυπριανός αποδείχθηκε, σύμφωνα με ένα Άγγλο περιηγητή, «άγγελος φύλακας των ομοεθνών του», αφού κίνησε τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και μεσολάβησε με τους αγάδες για την ειρήνη. [...]

Στις 30 Οκτωβρίου του 1810 ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός χειροτονείται Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Η ανάδειξή του σε Αρχιεπίσκοπο σημαίνει την έναρξη μιας νέας περιόδου στα εκκλησιαστικά πράγματα του νησιού.

Εξοφλά τα οικονομικά χρέη της Αρχιεπισκοπής και την ανορθώνει οικονομικά, καθιστώντας την πνευματικό και μορφωτικό κέντρο. Διακρίνει ότι «η Κύπρος πάσχει μέγαν αυχμόν ελληνικών μαθημάτων, τα οποία είναι το μόνον μέσον όπου στολίζει τον ανθρώπινον νουν και όπου αποκατασταίνει τον άνθρωπον άξιον τω όντι άνθρωπον», αφού πίστευε ότι η απαιδευσία είναι πηγή της κακοήθειας και πολλών δεινών. Έτσι ιδρύει στη Λευκωσία την πρώτη Ελληνική Σχολή, το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, σε μετόχι που παραχώρησε η Μονή Μαχαιρά, ενώ το ίδιο κάνει και για τη Λεμεσό. Ο ίδιος έλεγε ότι ήθελε «να διδάσκονται οι παίδες της πολιτείας την πάτριον πίστιν αυτών, το μόνον πολιτιμότατον και αναγκαιότατον, και να εκπαιδεύωνται εν ταυτώ ήθη χρηστά, όπου με το μέσον της μαθήσεως προβαίνοντες εις την ανδρικήν ηλικίαν να γίνωνται άνδρες θεοσεβείς, φρόνιμοι, χρηστοήθεις, δίκαιοι, φιλοπάτριδες». [...]

Το ωραιότερο όμως έργο που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και το πολυτιμότερο δώρο που προσέφερε στην πατρίδα του, ήταν η μαρτυρική του θυσία [...]

Το 1821, λίγο μετά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο Τούρκος Κυβερνήτης της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ Σιλαχσιόρ έκανε γραπτή καταγγελία προς την Υψηλή Πύλη, ότι οι Έλληνες της Κύπρου προετοιμάζονται να επαναστατήσουν, προβάλλοντας και ένα επαναστατικό φυλλάδιο που κυκλοφόρησε από τον Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτο Θησέα. Τότε ο Μαχμούτ ο Β', εξέδωσε Σουλτανικό Φιρμάνι, με το οποίο παραχωρούσε την άδεια στον Κιουτσούκ Μεχμέτ «να παιδεύση διά κεφαλικής τιμωρίας», παρεκτός αν απαρνηθούν την πατρώα πίστη τους και εξισλαμιστούν. Μαζί με το σχετικό διάταγμα αποστάληκε και ένας κατάλογος με τα ονόματα αυτών που έπρεπε να φονευθούν, όπως του Αρχιεπισκόπου, των τριών Μητροπολιτών, των Ηγουμένων των Μοναστηρίων και όλων των υπολοίπων επισήμων κληρικών.

Ο Κιουτσούκ Μεχμέτ, άνθρωπος αιμοδιψής και επιτήδειος σε τέτοιες ενέργειες, έσπευσε να καλέσει του Αρχιερείς στη Λευκωσία [...] Αφού κατέφθασαν λοιπόν ανύποπτοι στη Λευκωσία, φυλακίστηκαν από τον Κιουτσούκ μέχρι την ημέρα εκτελέσεως της καταδικαστικής θανατικής αποφάσεως.

Στις αρχές Ιουλίου κατέφθασαν στη Λευκωσία όλοι οι πρόκριτοι αγάδες της Κύπρου μετά από πρόσκληση του Κιουτσούκ για να λάβουν μέρος σε επίσημη συνεδρία, όπου ο αιμοβόρος και χαιρέκακος Διοικητής διάβασε τη σουλτανική καταδικαστική απόφαση. Ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι ήθελαν να αφήσουν ακέφαλη την Κυπριακή Εκκλησία και τον λαό ορφανό από εκκλησιαστικούς ηγέτες, έρμαιο στα χέρια των αιμοδιψών Τούρκων, που επιθυμούσαν ακόρεστα τη διαρπαγή των περιουσιών των προειρημένων. [...]

Μετά την ανάγνωση της σουλτανικής καταδικαστικής απόφασης, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απηύθυνε ένα απαράμιλλου σθένους και πνευματικής λεβεντιάς λόγο στον Τούρκο Διοικητή:

«Οποίοι είσθε σεις, και τι ζητείτε από τεσσάρων ήδη αιώνων εις τας Ελληνικάς ημών χώρας, ως βδέλλαι εκμυζώντες το αίμα μας, και ως δαίμονες της κολάσεως κατατυραννούντες τα πτωχά σώματά μας; Οποίοι είσθε σεις, οι δίκην τίγρεων εισβαλόντες εις το ποίμνιον του Κυρίου και κατασπαράσσοντες τας σάρκας των αθώων προβάτων Του; Τρέφεσθε εκ των αχνιζόντων από του αίματος σπλάγχνων των! Τα πονηρά πνεύματα κρημνισθήσονται και αύθις εις τα σκότη του Άδου και εξαφανισθήσονται από προσώπου της γης, και ο Σταυρός υψωθήσεται... 

Χριστέ μου! Τώρα εννοώ ποία μαρτύρια εδοκίμασας, όταν υβρίζεσο και ερραπίζεσο υπό των δημίων Σου! Θεέ μου, ενδυνάμωσόν με, όπως πίω το ποτήριον τούτο εν χριστιανική υπομονή και θεία καρτερία, χάριν του Μεγάλου Ονόματός Σου και του πολυπαθούς Έθνους μου! Η ημέρα της θανατώσεώς μου θα είναι η ενδοξοτέρα της ζωής μου».

Έτσι λοιπόν στις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, κλείστηκαν όλες οι πύλες της Λευκωσίας για να μην μπορεί να βγει ή να μπει κανείς στην πόλη, ενώ οι δρόμοι γέμισαν από στρατιώτες. Επίσης επέβαλε αποκλεισμό όλων των Ελλήνων Χριστιανών στα σπίτια τους και διέταξε να έχουν τις πόρτες και τα παράθυρα κλειστά.

Οι πρώτοι που οδηγήθηκαν στον τόπο του μαρτυρίου ήταν οι τρεις Επίσκοποι Πάφου, Κιτίου και Κηρυνείας, οι οποίοι καρατομήθηκαν.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός οδηγήθηκε τελευταίος στο μαρτύριο και κατά την υπόσχεση του Κιουτσούκ δεν αποκεφαλίστηκε, αλλά κρεμάστηκε από μία συκαμινιά της πλατείας του Σεραγιού. Ο Αρχιεπίσκοπος αφού προσευχήθηκε χωρίς να λιποψυχήσει ούτε για μία στιγμή, αγέρωχος οδηγείται στην αγχόνη. Αρνείται την εύκολη λύση της φυγής και προτιμά τον θάνατο χάριν του ποιμνίου του ως ο «Καλός Ποιμήν». Αφού λοιπόν ευλόγησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχόμενος στράφηκε προς τον δήμιο και του είπε: «Εκτέλεσον ήδη, την προσταγήν του απηνούς κυρίου σου...». Μ' αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός παρέδωσε μάθημα αυτοθυσίας και ηρωισμού στους αιμοδιψείς Τούρκους και ιδιαίτερα στον σκληρό και αιμοβόρο Τούρκο Διοικητή Κιουτσούκ Μεχμέτ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός δέχθηκε τρεις φορές πρόταση από τον Κιουτσούκ Μεχμέτ να αλλάξει την πίστη του με αντάλλαγμα τη ζωή του και αρνήθηκε.

Έτσι λοιπόν, τελειώθηκε ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ο Μαχαιριώτης, λαμπρώς, όπως λαμπρή υπήρξε και η ζωή του. [...]

Το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού δεν διαφέρει σε τίποτα από το μαρτύριο των υπολοίπων αγίων, αφού μαρτύρησε για την πίστη στον Χριστό και για την ιδιότητά του ως Ποιμένος και Αρχιεπισκόπου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.

Ο εθνικός ποιητής της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης αφιέρωσε σ' αυτόν ένα έπος με τον τίτλο «Η ενάτη Ιουλίου». Σ' αυτό υπάρχουν οι χαρακτηριστικοί στίχοι που παρουσιάζουν τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό να λέει
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας 'εν εβρέθηκεν για να την ιξιλείψει,
κανένας γιατί σέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί,
όντας ο κόσμος λείψει»
και αλλού
«το 'νιν αντά να τρώει την γη,
τρώει την γη θαρκέται,
μα πάντα τζείνον τρώεται
τζαι τζείνον καταλυέται»
και αλλού
«αμμά 'ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν,
τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια».

Έτσι λοιπόν και σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, αποτελεί οδοδείκτη και φάρο στον αγώνα μας για την ελευθερία, διότι, πραγματικά η Ρωμιοσύνη, ο Ελληνισμός, που τόσο δόξασε την Ορθοδοξία, έχει το ακαταμάχητο χέρι του Θεού να την σκέπει από κάθε εχθρό και πολέμιο. Ο Θεός δόξασε, δοξάζει και θα δοξάζει τη Ρωμιοσύνη μέχρι τη συντέλεια των αιώνων, ενώ οι εχθροί του και στην προκειμένη περίπτωση οι Τούρκοι, που νομίζουν ότι με το να σφάζουν και να λεηλατούν θα αφανίσουν τη χριστιανική πίστη και το ελληνικό έθνος, πλανώνται και τελικά αυτοί πάντα θα είναι οι χαμένοι. Όσους Έλληνες και να σφάζουν, πάντοτε, «τρακόσια παραπούλια» θα φυτρώνουν από το αίμα των Εθνομαρτύρων που ποτίζει αενάως το δέντρο της Ελευθερίας. Το αίμα λοιπόν του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού ας είναι για μας έλεγχος, αλλά και συνάμα ελπίδα για την εκπλήρωση των εθνικών μας πόθων και προπαντός της πολυπόθητης Ελευθερίας. Αμήν.


μακαριστού Ηγουμένου Ι.Μ. Μαχαιρά Αρχιμανδρ. Αρσενίου
Πηγή: Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός: Ο Μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος, έκδ. Ι.Β.Σ. Μονής Μαχαιρά, 2008, σ. 15-20

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Το βάλσαμο της αγάπης


«Μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου έκαστος», λέει ο Απόστολος Παύλος. Όλη η βάση στην πνευματική ζωή εδώ είναι: να ξεχνάω τον εαυτό μου με την καλή έννοια και να σκέφτομαι τον άλλο, να συμμετέχω στον πόνο, στην δυσκολία του άλλου. Να μην κοιτάζω πώς να ξεφύγω την δυσκολία, αλλά πώς να βοηθήσω τον άλλο, πώς να τον αναπαύσω. [...]

Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιος να αρπάξει περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του. Όσοι όμως έχουν την πνευματική, την ακριβή αγάπη μαλώνουν ποιος να δώσει περισσότερη αγάπη στον άλλο. Αγαπούν χωρίς να σκέφτονται αν τους αγαπούν ή δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. Θέλουν όλο να δίνουν και δίνονται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνονται. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ’ όλους, αλλά πιο πολύ απ’ τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν. [...]

Μέσα στον πόνο κρύβεται περισσότερη αγάπη από την κανονική. Γιατί, όταν πονάς τον άλλο, τον αγαπάς λίγο παραπάνω. Αγάπη με πόνο είναι να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν αδελφό σου που έχει δαιμόνιο και το δαιμόνιο να φύγει. Γιατί η «σφιχτή» αγάπη, η πνευματική αγάπη με πόνο, δίνει παρηγοριά θεϊκή στα πλάσματα του Θεού, πνίγει δαίμονες, ελευθερώνει ψυχές και θεραπεύει τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού που χύνει. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Λειώνει από τον πόνο για τους άλλους, εύχεται, παρηγορεί. Και ενώ παίρνει τον πόνο των άλλων, είναι πάντα χαρούμενος, γιατί ο Χριστός του παίρνει τον πόνο και τον παρηγορεί πνευματικά.

Για να χαίρεται κανείς αληθινά, πνευματικά, πρέπει να αγαπάει, και για να αγαπάει, πρέπει να πιστεύει. Δεν πιστεύουν οι άνθρωποι και γι’ αυτό δεν αγαπούν, δεν θυσιάζονται και δεν χαίρονται. Αν πίστευαν θα αγαπούσαν, θα θυσιάζονταν και θα χαίρονταν. Από τη θυσία βγαίνει η μεγαλύτερη χαρά!

Όταν αγαπάς, χαίρεσαι. Και όταν αυξηθεί η αγάπη, τότε ο άνθρωπος δεν ζητάει την χαρά για τον εαυτό του, αλλά θέλει να χαίρονται οι άλλοι. Η θεϊκή χαρά έρχεται με το δόσιμο!

Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει πώς είναι ο Παράδεισος και η κόλαση. Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέει:

«Έλα, να σου δείξω την κόλαση». Βρέθηκε τότε σ’ ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στη μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μια πολύ μακριά κουτάλα∙ έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν…

Μετά άκουσε την ίδια φωνή να του λέει: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο» . Βρέθηκε τότε σ’ ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι όμοιο με το προηγούμενο και στη μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλο. Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζεις από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;


Αποδελτίωση αποσπασμάτων: Χριστιανική Φοιτητική Δράση 
Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Ε': Πάθη και Αρετές, έκδ. Ι.Ησ. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Ο Παντελής ο τίμιος




-Να με αφήσετε ήσυχο, κι εσύ και τα παιδιά! Τ' άκουσες;

Άκουσε· πώς δεν άκουσε. Μήνες τώρα άκουγε τα ίδια και τα ίδια. Όμως δεν το έβαζε κάτω. Γι' αυτό κι αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της σιωπής. Σάματις δεν το καταλάβαινε κι η ίδια ότι τα οικονομικά τους όλο και στέγνωναν; Τι να σου κάνει ο χριστιανός; Και με τα στόματα πού 'χε να θρέψει...

-Σου το 'πα χίλιες φορές: με την τιμιότητα δεν προκόβεις!

Του 'ριξε πλάγιο βλέμμα και δε μίλησε. Χείμαρρος ορμητικός φαινόταν που ήθελε να ξεχυθεί, να ξεσπάσει. Ας έλεγε. Πάντως κακός δεν ήταν ο σύζυγός της Παντελής.

-Και σαν τι κατάλαβα τόσα χρόνια; Ο Παντελής με τ' όνομα, ο τίμιος, ο οικογενειάρχης, ο καλύτερος κι ο πιο καθαρός βενζινάς. Βέβαια! Το 'δαμε το φχαριστώ. Χρέη και δάνεια. Και κάθε μέρα από 'να καινούργιο φιρμάνι. Πλήρωνε εδώ, πλήρωνε εκεί. Και σα δε μου  φτάναν αυτά, «άνοιξε» λέει «και το επάγγελμα»! Τι να σου πω, βρε γυναίκα, δεν μπορώ να βλέπω τόσα βενζινάδικα γύρω. Ως και στα περίπτερα θα πωλείται σε λίγο η αμόλυβδη.

Έκανε ένα βήμα και στάθηκε μπρος της.

-Ξέρεις τι θα πει να πέσει ο τζίρος στο ένα τρίτο του περσινού! Ξέρεις τι θα πει να περνάν τα αυτοκίνητα και να σταματάν δυο βήματα πιο κάτω για φθηνότερα! Εμ, βέβαια, είναι, βλέπεις, πρατηριούχος ο άλλος, ιδιοκτήτης. Ενώ εγώ τόσα χρόνια στο νοίκι!

-...

-Τι με κοιτάς σαν χαμένη; Εμ, βέβαια. Τι να πεις κι εσύ; Μείνε με τα φευγάτα παραστούκλια «ο Παντελής ο τίμιος».

Βρόντηξε την ξώθυρα και βγήκε αναψοκοκκινισμένος. Τον ακολούθησε με τη σκέψη της και με την προσευχή της.

Με βαριά βήματα έφτασε στο πρατήριο. Τ' άνοιξε και περίμενε. Τι περίμενε; Έβγαλε μια γύφτικη καρέκλα και χάζευε την κίνηση στο δρόμο.

-Γεια σου, Παντελήηη! φώναξε κάποιος μέσα από 'να τζιπ σηκώνοντας το χέρι.

-Αν ερχόσουν και παραμέσα, θα 'ταν καλύτερα, μουρμούρισε και δεν αντιχαιρέτησε.

Μέρες και νύχτες παίδευε το μυαλό του. Ησυχία δεν είχε. Έπρεπε να βρει μια λύση. Η θηλειά έσφιγγε γύρω από το λαιμό του. Με τη Χριστίνα δεν ήθελε να το πολυσυζυτά πια, γιατί, ε, όπως και να το κάνεις, το 'βλεπε ότι την πλήγωνε. Κι όμως έπρεπε να κάνει κάτι. Τι όμως;

Έτσι σκέψη πάνω στη σκέψη, καρφώθηκε στο μυαλό του μια ιδέα. Ντράπηκε στην αρχή ή ίσως και να τρόμαξε, γιατί βλέπεις, ήταν στη μέση και το παρατσούκλι, ο Παντελής ο τίμιος. Αχ, γιατί; Γιατί να του κολλήσουν τέτοιο παρωνύμι;

-Κοίτα που έφτασα, μονολόγησε καθισμένος πάλι έξω από το βενζινάδικο. Να ντρέπομαι, να μετανιώνω που 'μαι τίμιος. Αχ, παλιοκοινωνία!

Σηκώθηκε. Μπήκε στο μικρομάγαζο με τα λάδια. Ξερόβηξε, για να μην ακούει τη μουρμούρα μέσα του. Πήρε στα χέρια κάτι παλιά τιμολόγια, έσιαξε στα ράφια τα λίγα γυαλιστικά ταπετσαρίας. Μέσα του, αθώρητα, ανεπαίσθητα η ιδέα, που 'χε συλλάβει, στέριωνε. Την άφησε, σαν τον πουλημένο διαιτητή που κάνει τα στραβά μάτια.

-Ο πρώτος είμαι σάμπως; του ξέφυγε η ερώτηση δυνατά και γέμισε το μικρομάγαζο.

Σε λίγη ώρα το 'χε ξεκαθαρίσει και γέλασε ειρωνικά με τις αναστολές του.

Αργά το απόγευμα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό.

-...Αύριο πρωί-πρωί, Κώστα. Τ' άκουσες; Πρωί-πρωί. Έχω δουλειές μετά.

Κατέβασε το ακουστικό. Κλείδωσε κι έφυγε για το σπίτι. Μια νύχτα ήταν· θα περνούσε. Στη Χριστίνα δεν είπε τίποτα. Τι να 'λεγε; Προσποιήθηκε τον κουρασμένο και ξάπλωσε νωρίς. ήρθε λοιπόν η ώρα και γι΄αυτόν, όπως και για τόσους άλλους. Η μεγάλη ώρα της ανάγκης που τρώει την τιμιότητα...

Χάραμά την ξύπνησε με το σούρσιμο των παπουτσιών του.

-Θα φύγω νωρίς. Περιμένω το βυτιοφόρο με τα καύσιμα, είπε και βγήκε.

Όταν έφτασε το βυτιοφόρο με το πετρέλαιο, ξέσφιξε τις καταπακτές κι άνοιξε το ντεπόζιτο της αμόλυβδης. Ο Κώστας άπλωσε το λάστιχο, τράβηξε την αντλία κι ήταν έτοιμος να ανοίξει την κάνουλα, όταν είδε το λάθος.

-Το άλλο ντεπόζιτο, κυρ-Παντελή! Αυτό που άνοιξες είναι για την αμόλυβδη. Ντίζελ δε μου ζήτησες για σήμερα;

-Ρίξ' το εδώ, του 'γνεψε με τα φρύδια κι ένα χαμόγελο αμηχανίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

-Είναι ντίζελ σου λέω, θα νοθεύσεις την αμόλυβδη; Α, όλα κι όλα, δεν μπορώ, κυρ-Παντελή, να το κάνω.

-Βρε, ρίξ' το που σου λέω. Δε σε πληρώνω;

-Εσύ, κυρ-Παντελή; ο τίμιος; Εσύ θα κάνεις τέτοιο πράγμα; Όχι, κυρ-Παντελή. Βρώμησε η κοινωνία από απατεώνες! Κι εσύ;

Τον κοίταζε ο βενζινάς. Με οργή; Με ντροπή; Με χαρά για το εμπόδιο που του 'φερνε; Ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Μα δε μιλούσε.

-Τι να πώ; μουρμούρισε ο άλλος, να σου το βάλω, αλλά...

Πήγε να ανοίξει την κάνουλα. Όσο να κάνει τα δυο βήματα ο Κώστας, στου Παντελή το μυαλό χιλιάδες σκέψεις αναδεύτηκαν. Να λοιπόν που ήρθε και γι' αυτόν η στιγμή να κάνει την απάτη. Μέσα στους πολλούς απατεώνες άλλος ένας κι αυτός.

-Όχι, περίμενε! φώναξε κοφτά ο βενζινάς κι άνοιξε το διπλανό ντεπόζιτο.

Δεν άλλαξαν άλλη κουβέντα. Τον πλήρωσε τον Κώστα κι έμεινε πάλι μόνος και... ελεύθερος και τίμιος.

-Κοίτα να δεις! είπε στον εαυτό του, να θες να κάνεις την ατιμία και να μην μπορείς. Και τα 'χε τόσο καλά σχεδιασμένα. Άλλο να δίνει και για άλλο να πληρώνεται. Κοίτα να δεις!

Κάπου δυο ώρες θα πέρασαν και στάθηκε μπροστά του ένα φορτηγάκι διπλοκάμπινο.

-Καλημέρα σας, παρακαλώ. Έτρεξε να εξυπηρετήσει.

-Είμαστε από τη Νομαρχία. Ερχόμαστε για έλεγχο καυσίμων, είπε ο ένας από τους δυο κι έβγαλε από το αυτοκίνητο όλα απαιτούμενα χαρτιά.

Αποσβολώθηκε ο Παντελής και κοίταζε σαν χαμένος τον δεύτερο που ετοίμαζε τα όργανα και τα μπουκαλάκια για τη μέτρηση των δειγμάτων.

Δώδεκα λεπτά κράτησε η δοκιμασία. Τον χτύπησε στον ώμο ο πιο γεροδεμένος.

-Μπράβο! Όλα τέλεια! Εσύ είσαι λοιπόν ο Παντελής ο τίμιος! Να ξέρεις, φίλε, είσαι ο πιο καθαρός της περιοχής. Άντε, καλημέρα!

-Στο καλό, καλημέρα, είπε ξέπνοα. γύρισε στο μικρομάγαζο.

-Υπάρχει Θεός! Υπάρχει Θεός! Βρε τι θα πάθαινα για δώδεκα λεπτά! Υπάρχει Θεός, μουρμούριζε.

Κι ως αργά το βράδυ πάλι, σαν έμεινε μόνος μουρμούριζε «Υπάρχει Θεός». Ώσπου γέμισε το μαγαζί του κι η καρδιά του με την παρουσία του Θεού.

Βιάστηκε να κλείσει. Είχε πολλά να πει στη Χριστίνα απόψε. Γιατί, ε, όσο να πεις, το 'βαλε κι αυτή το χεράκι της.


Τ.Α.
Πηγή: περιοδ. Προς τη Νίκη, τεύχ. 737, Ιούλιος 2011, σ. 236-238.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...