Αγάπη καθαρή για τον Ιησού και αγάπη προς τους ανθρώπους διά του Ιησού εγγυάται την απαλλαγή της από κάθε εγωιστικό στοιχείο, χωρίς την προσδοκία οποιασδήποτε ωφέλειας, υλικής ή πνευματικής εκ μέρους των άλλων, έστω και ενός «ευχαριστώ», έστω και με είσπραξη πικρίας αντί ευγνωμοσύνης ή ακόμη και προδοτικής συκοφαντίας γιατί αυτό σημαίνει μίμηση της αγάπης του Ιησού, που αγάπησε πρώτος Αυτός την Εκκλησία χωρίς να υπολογίσει καθόλου τον εαυτό Του θυσιαζόμενος προς χάριν της. Μόνον η αγάπη κατά μίμηση και χάριν του Χριστού μπορεί να είναι απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο ωφελιμισμού εγωιστικού.
Ο Ιησούς Χριστός αγάπησε και ως άνθρωπος πλήρως και τελείως τον ουράνιο Πατέρα Του και δέχθηκε την πλήρη υποταγή στο θέλημά Του «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Και με τον τρόπον αυτόν αποτελεί το αιώνιο και ανυπέρβλητο παράδειγμα της τέλειας αγάπης, όχι μόνον ως Θεός Λόγος του Πατρός, αυτό είναι αυτονόητο, αλλά και ως άνθρωπος, έχοντας την τέλεια ανθρώπινη φύση. Επομένως, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί ακόλουθοι του Κυρίου Ιησού, πρέπει να μαθητεύουμε πάντα παρά τους πόδας Του για να μαθαίνουμε όλο και περισσότερο και συνεπέστερα να αγαπούμε πάντοτε, όπως Αυτός, ό,τι κι αν μας κοστίσει, αφού το έργο αυτό θέλησε να ασκείται αδιάλειπτα και πάντοτε και στη γη και στον ουρανό. Γιατί η «αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. ιγ’ 8), αφού είναι αιώνια και ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη (Α’ Ιω. δ’ 8).
[…] Η αληθινή γνώση του εαυτού μας και η ειλικρίνεια έναντί του θα μας πείσει, ότι βασικά έχουμε μια σχεδόν ακατανίκητη τάση να αναζητούμε φανερά ή όχι, συνειδητά ή όχι, θεληματικά ή όχι, τον ίδιο τον εαυτό μας διά μέσου της αγάπης προς τους άλλους. Μπορεί να αναζητούμε τη δική μας συναισθηματική ευφορία και μια συγκινησιακή έκσταση, μια ευχαρίστηση προσωπική μόνο μέσω της αγάπης, πράγμα, που άλλοι θα επεδίωκαν με άλλα μέσα. Και το ερώτημα είναι: κάνουμε τα έργα της αγάπης και γενικά αγαπούμε, για να ικανοποιούμε τον εαυτό μας με το ευάρεστο συναίσθημα, που αυτή δημιουργεί, και αυτό θέλουμε μόνο και όχι τη χαρά και την ευτυχία του άλλου; Και μπορεί έτσι να κάνουμε το έργο της αγάπης π.χ. μόνο για να ακούμε ευχαριστίες, για να μας αναγνωρίζουν ως ευεργέτες, για να κάνουν λόγο για μας, και να αποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις αγάπης και κόπους και θυσίες, που δεν πρόκειται να αναγνωρισθούν. Γι' αυτό πρέπει να μάθουμε και να κάνουμε φρόνημά μας, πως το κύριο χαρακτηριστικό της αγάπης είναι η αυτολησμοσύνη και το «μη ζητείν τα εαυτής». Γι' αυτό άλλωστε συνιστά ο Κύριος το «μη γνώτω η αριστερά (μας) τί ποιεί η δεξιά» μας και την όσο γίνεται με περισσότερη επιμέλεια «εν τω κρυπτώ» διενέργειά της.
Η αληθινή αγάπη απαιτεί για την εξάσκησή της κατά το θέλημα του Κυρίου εσωτερική καθαρότητα, με άλλα λόγια απαλλαγή από τα πάθη, που αποτελούν την «παλαιότητα» και την ακαθαρσία της ψυχής και μολύνουν κάθε ενέργειά μας, ακόμη και την πιο ευγενική κατ’ άνθρωπον. Και αυτό σημαίνει διαρκή ανίχνευση του εσωτερικού μας και ανακάλυψη όλων των αρνητικών στοιχείων, που κρύβονται επιμελώς μέσα μας. Η αυτοεξέταση θα μας πληροφορήσει για την ύπαρξη των αρνητικών στοιχείων της παλαιότητός μας, όπως είναι η εγωιστικότητα και η αυτοφιλία ή φιλαυτία. Και γι’ αυτό έχουμε ανάγκη του θείου φωτισμού, που μας αποκαλύπτει καθαρά το εσωτερικό μας.
Έτσι δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε προς μεγάλη μας έκπληξη στοιχεία, που δεν τα φανταζόμασταν να υπάρχουν σε τέτοιο βαθμό. Αν προσέξουμε με τέτοια διάθεση και εκζήτηση του θείου φωτισμού, θα διαπιστώσουμε π.χ. πόσο εύκολα δεν θέλουμε να μας ενοχλούν οι άλλοι. Πόσο μας είναι δυσάρεστο να μας μιλούν οι άλλοι για τις δυσκολίες τους, τις ανάγκες τους, τις θλίψεις τους, τον πόνο τους, τα ποικίλα προβλήματά τους, μάλιστα, αν υποπτευόμαστε, ότι πιθανόν θα ζητήσουν και τη δική μας συμπαράσταση. Πολύ επιθυμούμε να μη μας χαλάσουν την ησυχία μας κατά τον χρόνο, που θέλουμε απολύτως να τον έχουμε δικό μας. Δεν μας ευχαριστεί να μας ενοχλούν οι άλλοι, μάλιστα αν δεν είναι ευχάριστοι τύποι.
Συγκεντρωμένοι στα δικά μας προβλήματα, απορροφημένοι από τις δικές μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγά σιγά αναίσθητοι έναντι των άλλων, αδιάφοροι, σκληροί και τελικά ανάπηροι πνευματικά ως προς τους άλλους. Με τον καιρό και με κυρίαρχη αυτήν την κατάσταση μέσα μας, δεν μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο, παρά μονάχα ό,τι έχει σημασία μόνο για τον εαυτό μας, για ό,τι μας βολεύει και για ό,τι μας κολακεύει φανερά ή κρυφά.
[...] Εφόσον υπάρχουν στην ψυχή μας τέτοια επιθέματα και την παραμορφώνουν, πώς είναι δυνατόν να είμαστε διαφανείς, διαυγείς και πεντακάθαροι στις εκδηλώσεις αγάπης, αν τυχόν προβαίνουμε και όσες φορές μπορεί να προβαίνουμε σε τέτοιες; Αν είναι γυαλιά μαυρισμένα από την κάπνα των παθών μας, πώς θα διαπεράσουν φωτεινές ακτίνες της καρδιάς για να φωτίσουν άλλες καρδιές και πώς θα μπορούσε να εκπεμφθεί θερμότητα για να τις θερμάνει; Πώς μπορεί με άλλα λόγια να είναι αγνή, φωτεινή και θερμουργός η αγάπη μας, όταν έχουμε τόσο καταλερωμένο εσωτερικό;
Ιερομ. Ευσέβιος Βίττης, Εμείς και η αγάπη μας, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου