Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Να κλαίμε μ' εκείνους που κλαίνε


Πώς να εκδηλώνουμε την αγάπη και την ευσπλαχνία μας στον συνάνθρωπό μας -πράγμα που είναι σπουδαιότερο και τελειότερο απ' όλα τα άλλα αγαθά- αφού αυτά είναι «το πλήρωμα του νόμου»; (Ρωμ. ιε' 10) Πώς θα συμμερισθούμε τον πόνο τους, αν δεν πάμε να επισκεφθούμε τους θλιμμένους και αν δεν κλάψουμε μαζί τους; Αν δηλαδή μείνουμε ασυγκίνητοι, χωρίς να χύσουμε ούτε ένα δάκρυ, αλλά αντίθετα, ευχαριστούμε τον Θεό για αυτά που τους συνέβηκαν; Γιατί το να υπομένουμε με ευχαριστία τους πειρασμούς και τις θλίψεις που μας βρίσκουν, δείχνει ότι πράγματι έχουμε την αρετή της υπομονής και της καρτερίας. Το να ευχαριστούμε όμως τον Θεό για ξένες συμφορές είναι χαρακτηριστικό χαιρέκακου ανθρώπου, είναι συμπεριφορά που προκαλεί την οργή του λυπημένου, τη στιγμή μάλιστα που ο Απόστολος μάς προτρέπει «να κλαίμε μ' εκείνους που κλαίνε».  (Ρωμ. ιβ' 15)

Τι έχουμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά; Μήπως πρέπει να σας θυμήσουμε για ποια πράγματα πρέπει να κλαίμε και να λυπούμαστε; «Να χαίρεστε», λέει ο Κύριος, «και να αγάλλεσθε, γιατί η αμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς». (Ματθ. ε' 12) Και αλλού πάλι λέει: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα, αλλά να κλάψετε για τα παιδιά σας». (Λουκ. κγ' 28) Ο Ευαγγελικός, λοιπόν, λόγος μάς προτρέπει να συμμετέχουμε στο πένθος εκείνων που θλίβονται για τις αμαρτίες τους και να κλαίμε μαζί με όσους χύνουν δάκρυα μετανοίας.

Να κλαίμε επίσης και να θρηνούμε γι' αυτούς που παραμένουν αναίσθητοι, επειδή αυτοί δεν γνωρίζουν καν την απώλειά τους. Δεν πρέπει κανείς να λυπάται με τη σκέψη ότι δήθεν έχει παραβεί την εντολή του Θεού, αφού δεν έχει κλάψει για τον θάνατο κάποιου ανθρώπου ή γιατί δεν έχει θρηνήσει γοερά μαζί μ' εκείνους που πενθούν. Δεν θα επαινέσω βέβαια [...] τον κυβερνήτη κάποιου σκάφους, ο οποίος αντί να επιβάλλεται στους ταξιδιώτες και να αγωνίζεται κόντρα στον άνεμο, αντί να ξεπερνά τα κύματα και να στηρίζει όσους φοβούνται, ο ίδιος υποφέρει από ναυτία και παραπαίει, όπως εκείνοι που δεν έχουν καμιά πείρα από θάλασσα και ταξίδια. Γιατί με έναν τέτοιο άνθρωπο μοιάζει εκείνος που επισκέπτεται όσους πενθούν και δεν τους ωφελεί με τον λόγο του, αλλά συμμετέχει στις άπρεπες εκδηλώσεις του πένθους τους.

Θα πρέπει, βέβαια, να συμμετέχει κανείς στον πόνο όσων πενθούν. Γιατί έτσι θα γίνει συμπαθής σ' αυτούς που πάσχουν, εφόσον αυτοί θα αισθάνονται ότι υπάρχει κάποιος συνάνθρωπος που δεν χαίρεται και δεν αδιαφορεί για τον πόνο τους, αλλά αντίθετα, συμπάσχει μαζί τους. Δεν θα πρέπει όμως να πάσχει κανείς περισσότερο από εκείνους που πενθούν, ώστε να ξεσπά σε κραυγές και θρήνους, θέλοντας να συμμερισθεί τον πόνο τους. Ούτε βέβαια, θα πρέπει να μιμείται ζηλότυπα όσους ο πόνος τους τους έχει τυφλώσει.

Μ' άλλα λόγια, δεν πρέπει, άνθρωπέ μου, να κλείνεσαι στο σπίτι, να φοράς μαύρα ρούχα, να αφήνεις τα μαλλιά σου και τα γένια σου, όπως συνηθίζουν να κάνουν όσοι πενθούν. Γιατί αυτά μεγαλώνουν τη συμφορά και δεν καταπραΰνουν τον πόνο. Δεν έχεις παρατηρήσει ότι μεγαλώνουν οι πόνοι, όταν σ' ένα τραύμα προστεθεί το πρήξιμο των βουβωνικών αδένων ή στον πυρετό το πρήξιμο της σπλήνας; Δεν ξέρεις πως, αν κανείς τρίψει το πονεμένο μέλος πολύ απαλά, τότε απαλαίνει ο πόνος; Μην ξύνεις λοιπόν την πληγή εκείνου που πενθεί με την απρεπή συμπεριφορά σου, ούτε να συμμερισθείς εκείνον που είναι βουτηγμένος στον πόνο. Γιατί αυτός που θέλει να σηκώσει τον πεσμένο, θα πρέπει, ασφαλώς, να διαθέτει περισσότερη δύναμη από εκείνον. Η γεμάτη περίσκεψη όψη, η σεμνή σε σοβαρότητα και η ήρεμη θλίψη για όσα έχουν συμβεί είναι αρκετά για να εκφράσουν τη συμμετοχή του άλλου και τη συμπόνια προς τον πενθούντα. Όταν πάλι ανοίγεις το στόμα σου για να πεις κάτι, θέλοντας να παρηγορήσεις τον θλιμμένο, μην αρχίσεις να τον επιπλήττεις σαν εκείνον που ποδοπατεί έναν κατάκοιτο. Γιατί είναι πολύ βαρύ και φορτικό πράγμα η επίπληξη, όταν μάλιστα η ψυχή είναι ταλαιπωρημένη από τη θλίψη.

Επιπλέον, δύσκολα κανείς σ' αυτή την κατάσταση δέχεται τον λόγο εκείνου που είναι έξω από τον κύκλο των λυπημένων. Τέτοιου είδους λόγια δεν μπορούν να φέρουν παρηγοριά και ανακούφιση σε όποιον βρίσκεται σε συμφορά και οδύνη. Θα πρέπει να αφήσεις πρώτα τον πονεμένο να εκφράσει τη θλίψη του, αφήνοντας να φανεί πως νιώθεις τον πόνο του, και μετά με πολλή διάκριση, προσοχή και πραότητα θα πρέπει να ξεστομίσεις λόγια παρηγοριάς, όταν πια αυτός θα έχει ξεσπάσει και θα έχει λίγο χαλαρώσει. [...]


Μεγάλου Βασιλείου 
Πηγή: Αλγηδών η αγιοτόκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες, εκδ. «Ετοιμασία», Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 2010, σ. 140-145 


Υ/γ. Αφιερώνουμε το παραπάνω απόσπασμα στη μαυροφορεμένη για ένα ακόμη Ιούλη Κύπρο, στη μάνα, στη σύζυγο, στο παιδί όσων παλληκαριών χάθηκαν τόσο άδικα και τόσο αναπάντεχα στην έκρηξη στη Ναυτική Βάση Ζυγίου. 

Οι Έλληνες της Κύπρου, κυρίως οι νέοι, διαδηλώνουν για πρώτη φορά τόσο μαζικά στους δρόμους ζητώντας δικαιοσύνη και τιμωρία των ενόχων. Πονούμε και οργιζόμαστε. Αλλά, Κύριε, το ξέρουμε ότι τα μέτρα της δικής Σου Δικαιοσύνης δεν μοιάζουν με τα δικά μας. Εσύ, Κύριε, αλλιώς μετράς όσα εμάς ανθρωπίνως μας οργίζουν και μας συνθλίβουν. ΕΥΤΥΧΩΣ με άλλα μέτρα, όχι ανθρώπινα, όλους εμάς μας κρίνεις!

Καταπράυνε, Κύριε, την οργή μέσα μας αλλά και φώτισέ μας στο εξής να πορευόμαστε και να πολιτευόμαστε με σωφροσύνη και τιμιότητα.

Άκουσε, Κύριε, μια ικεσία που υψώνουμε σε Σένα τέτοιες μέρες, τέτοιο μήνα... Σε άπταιστη κυπριακή διάλεκτο άκουσε όσα η γραφίδα του ποιητή μας έβαλε στο στόμα του εθνομάρτυρα Κυπριανού:

Τότες, ο Αρχιεπίσκοπος εψήλωσεν το δειν του [1]
στον ουρανόν, τζι εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα,
εφάνην πως επόνησεν που μέσα στην ψυσιήν του, [2]
τζι είπεν τα τούν' τα [3] δκυο λόγια με δκυο σιείλη [4] καμένα:
«Θεέ, που νάκραν [5] δεν έσιεις [6] ποττέ στην καλoσύνην,
λυπήθου μας τζαι δώσε πκιον [7] χαράν στην Ρωμιοσύνην.»

[1] το δειν του = το βλέμμα του
[2] ψυσιήν = ψυχή
[3] τούν' τα = αυτά τα
[4] σιείλη = χείλη
[5] νάκραν = άκρη, όρια, τέλος
[6] έσιεις = έχεις
[7] πκιον = πια, πλέον 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...