-Να με αφήσετε ήσυχο, κι εσύ και τα παιδιά! Τ' άκουσες;
Άκουσε· πώς δεν άκουσε. Μήνες τώρα άκουγε τα ίδια και τα ίδια. Όμως δεν το έβαζε κάτω. Γι' αυτό κι αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της σιωπής. Σάματις δεν το καταλάβαινε κι η ίδια ότι τα οικονομικά τους όλο και στέγνωναν; Τι να σου κάνει ο χριστιανός; Και με τα στόματα πού 'χε να θρέψει...
-Σου το 'πα χίλιες φορές: με την τιμιότητα δεν προκόβεις!
Του 'ριξε πλάγιο βλέμμα και δε μίλησε. Χείμαρρος ορμητικός φαινόταν που ήθελε να ξεχυθεί, να ξεσπάσει. Ας έλεγε. Πάντως κακός δεν ήταν ο σύζυγός της Παντελής.
-Και σαν τι κατάλαβα τόσα χρόνια; Ο Παντελής με τ' όνομα, ο τίμιος, ο οικογενειάρχης, ο καλύτερος κι ο πιο καθαρός βενζινάς. Βέβαια! Το 'δαμε το φχαριστώ. Χρέη και δάνεια. Και κάθε μέρα από 'να καινούργιο φιρμάνι. Πλήρωνε εδώ, πλήρωνε εκεί. Και σα δε μου φτάναν αυτά, «άνοιξε» λέει «και το επάγγελμα»! Τι να σου πω, βρε γυναίκα, δεν μπορώ να βλέπω τόσα βενζινάδικα γύρω. Ως και στα περίπτερα θα πωλείται σε λίγο η αμόλυβδη.
Έκανε ένα βήμα και στάθηκε μπρος της.
-Ξέρεις τι θα πει να πέσει ο τζίρος στο ένα τρίτο του περσινού! Ξέρεις τι θα πει να περνάν τα αυτοκίνητα και να σταματάν δυο βήματα πιο κάτω για φθηνότερα! Εμ, βέβαια, είναι, βλέπεις, πρατηριούχος ο άλλος, ιδιοκτήτης. Ενώ εγώ τόσα χρόνια στο νοίκι!
-...
-Τι με κοιτάς σαν χαμένη; Εμ, βέβαια. Τι να πεις κι εσύ; Μείνε με τα φευγάτα παραστούκλια «ο Παντελής ο τίμιος».
Βρόντηξε την ξώθυρα και βγήκε αναψοκοκκινισμένος. Τον ακολούθησε με τη σκέψη της και με την προσευχή της.
Με βαριά βήματα έφτασε στο πρατήριο. Τ' άνοιξε και περίμενε. Τι περίμενε; Έβγαλε μια γύφτικη καρέκλα και χάζευε την κίνηση στο δρόμο.
-Γεια σου, Παντελήηη! φώναξε κάποιος μέσα από 'να τζιπ σηκώνοντας το χέρι.
-Αν ερχόσουν και παραμέσα, θα 'ταν καλύτερα, μουρμούρισε και δεν αντιχαιρέτησε.
Μέρες και νύχτες παίδευε το μυαλό του. Ησυχία δεν είχε. Έπρεπε να βρει μια λύση. Η θηλειά έσφιγγε γύρω από το λαιμό του. Με τη Χριστίνα δεν ήθελε να το πολυσυζυτά πια, γιατί, ε, όπως και να το κάνεις, το 'βλεπε ότι την πλήγωνε. Κι όμως έπρεπε να κάνει κάτι. Τι όμως;
Έτσι σκέψη πάνω στη σκέψη, καρφώθηκε στο μυαλό του μια ιδέα. Ντράπηκε στην αρχή ή ίσως και να τρόμαξε, γιατί βλέπεις, ήταν στη μέση και το παρατσούκλι, ο Παντελής ο τίμιος. Αχ, γιατί; Γιατί να του κολλήσουν τέτοιο παρωνύμι;
-Κοίτα που έφτασα, μονολόγησε καθισμένος πάλι έξω από το βενζινάδικο. Να ντρέπομαι, να μετανιώνω που 'μαι τίμιος. Αχ, παλιοκοινωνία!
Σηκώθηκε. Μπήκε στο μικρομάγαζο με τα λάδια. Ξερόβηξε, για να μην ακούει τη μουρμούρα μέσα του. Πήρε στα χέρια κάτι παλιά τιμολόγια, έσιαξε στα ράφια τα λίγα γυαλιστικά ταπετσαρίας. Μέσα του, αθώρητα, ανεπαίσθητα η ιδέα, που 'χε συλλάβει, στέριωνε. Την άφησε, σαν τον πουλημένο διαιτητή που κάνει τα στραβά μάτια.
-Ο πρώτος είμαι σάμπως; του ξέφυγε η ερώτηση δυνατά και γέμισε το μικρομάγαζο.
Σε λίγη ώρα το 'χε ξεκαθαρίσει και γέλασε ειρωνικά με τις αναστολές του.
Αργά το απόγευμα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό.
-...Αύριο πρωί-πρωί, Κώστα. Τ' άκουσες; Πρωί-πρωί. Έχω δουλειές μετά.
Κατέβασε το ακουστικό. Κλείδωσε κι έφυγε για το σπίτι. Μια νύχτα ήταν· θα περνούσε. Στη Χριστίνα δεν είπε τίποτα. Τι να 'λεγε; Προσποιήθηκε τον κουρασμένο και ξάπλωσε νωρίς. ήρθε λοιπόν η ώρα και γι΄αυτόν, όπως και για τόσους άλλους. Η μεγάλη ώρα της ανάγκης που τρώει την τιμιότητα...
Χάραμά την ξύπνησε με το σούρσιμο των παπουτσιών του.
-Θα φύγω νωρίς. Περιμένω το βυτιοφόρο με τα καύσιμα, είπε και βγήκε.
Όταν έφτασε το βυτιοφόρο με το πετρέλαιο, ξέσφιξε τις καταπακτές κι άνοιξε το ντεπόζιτο της αμόλυβδης. Ο Κώστας άπλωσε το λάστιχο, τράβηξε την αντλία κι ήταν έτοιμος να ανοίξει την κάνουλα, όταν είδε το λάθος.
-Το άλλο ντεπόζιτο, κυρ-Παντελή! Αυτό που άνοιξες είναι για την αμόλυβδη. Ντίζελ δε μου ζήτησες για σήμερα;
-Ρίξ' το εδώ, του 'γνεψε με τα φρύδια κι ένα χαμόγελο αμηχανίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
-Είναι ντίζελ σου λέω, θα νοθεύσεις την αμόλυβδη; Α, όλα κι όλα, δεν μπορώ, κυρ-Παντελή, να το κάνω.
-Βρε, ρίξ' το που σου λέω. Δε σε πληρώνω;
-Εσύ, κυρ-Παντελή; ο τίμιος; Εσύ θα κάνεις τέτοιο πράγμα; Όχι, κυρ-Παντελή. Βρώμησε η κοινωνία από απατεώνες! Κι εσύ;
Τον κοίταζε ο βενζινάς. Με οργή; Με ντροπή; Με χαρά για το εμπόδιο που του 'φερνε; Ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Μα δε μιλούσε.
-Τι να πώ; μουρμούρισε ο άλλος, να σου το βάλω, αλλά...
Πήγε να ανοίξει την κάνουλα. Όσο να κάνει τα δυο βήματα ο Κώστας, στου Παντελή το μυαλό χιλιάδες σκέψεις αναδεύτηκαν. Να λοιπόν που ήρθε και γι' αυτόν η στιγμή να κάνει την απάτη. Μέσα στους πολλούς απατεώνες άλλος ένας κι αυτός.
-Όχι, περίμενε! φώναξε κοφτά ο βενζινάς κι άνοιξε το διπλανό ντεπόζιτο.
Δεν άλλαξαν άλλη κουβέντα. Τον πλήρωσε τον Κώστα κι έμεινε πάλι μόνος και... ελεύθερος και τίμιος.
-Κοίτα να δεις! είπε στον εαυτό του, να θες να κάνεις την ατιμία και να μην μπορείς. Και τα 'χε τόσο καλά σχεδιασμένα. Άλλο να δίνει και για άλλο να πληρώνεται. Κοίτα να δεις!
Κάπου δυο ώρες θα πέρασαν και στάθηκε μπροστά του ένα φορτηγάκι διπλοκάμπινο.
-Καλημέρα σας, παρακαλώ. Έτρεξε να εξυπηρετήσει.
-Είμαστε από τη Νομαρχία. Ερχόμαστε για έλεγχο καυσίμων, είπε ο ένας από τους δυο κι έβγαλε από το αυτοκίνητο όλα απαιτούμενα χαρτιά.
Αποσβολώθηκε ο Παντελής και κοίταζε σαν χαμένος τον δεύτερο που ετοίμαζε τα όργανα και τα μπουκαλάκια για τη μέτρηση των δειγμάτων.
Δώδεκα λεπτά κράτησε η δοκιμασία. Τον χτύπησε στον ώμο ο πιο γεροδεμένος.
-Μπράβο! Όλα τέλεια! Εσύ είσαι λοιπόν ο Παντελής ο τίμιος! Να ξέρεις, φίλε, είσαι ο πιο καθαρός της περιοχής. Άντε, καλημέρα!
-Στο καλό, καλημέρα, είπε ξέπνοα. γύρισε στο μικρομάγαζο.
-Υπάρχει Θεός! Υπάρχει Θεός! Βρε τι θα πάθαινα για δώδεκα λεπτά! Υπάρχει Θεός, μουρμούριζε.
Κι ως αργά το βράδυ πάλι, σαν έμεινε μόνος μουρμούριζε «Υπάρχει Θεός». Ώσπου γέμισε το μαγαζί του κι η καρδιά του με την παρουσία του Θεού.
Βιάστηκε να κλείσει. Είχε πολλά να πει στη Χριστίνα απόψε. Γιατί, ε, όσο να πεις, το 'βαλε κι αυτή το χεράκι της.
Τ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου