Αγάπη, λοιπόν, είναι ο Θεός. Όλους μας αγαπά. Και τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Μάλιστα, μας αγαπά επειδή είμαστε ανάξιοι αυτής της αγάπης Του. «Χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.» (Λουκ. στ' 35) «Μας αγαπά, επειδή δεν αξίζουμε την αγάπη Του. Αν την αξίζαμε δεν θα ήταν αγάπη, αλλά δίκαιη ανταμοιβή, μισθοδότηση ευσυνειδήτων υπαλλήλων! Ο Θεός, όμως, έχει τέκνα και όχι υπαλλήλους, παιδιά αγαπητά.» Και τα αμαρτωλά και τα δίκαια και τα άσωτα. Ο Θεός μισεί την αμαρτία, μισεί την πονηρία, βδελύσσεται την ανομία. Ποτέ, όμως, τον αμαρτωλό. Και αν διώχνουμε τον Θεάνθρωπο Χριστό από μέσα μας με τις αμαρτίες μας και με τα πάθη μας δεν φεύγει, είναι θλιμμένος και λυπάται εξ αιτίας μας, αλλά κατά την αμέτρητη φιλανθρωπία Του, την άπειρη αγάπη Του, και πάλιν μένει κοντά μας, στέκει έξω από την πόρτα της ψυχής μας, ώστε με τη μετάνοιά μας, με την πρώτη κραυγάζουσα προσευχή μας, με το «Κύριε ελέησον», στον πρώτο μας θρήνο γι' αυτό, να μας πλησιάσει, να μπει στον κόσμο της ψυχής μας και να μας θεραπεύσει απ' όλες τις ασθένειές μας και τις αδυναμίες μας. Και πρώτα από την τάση, που έχουμε και τη διάθεση να αμαρτάνουμε. Εάν ανησυχούμε για την ψυχή μας, για την κάθαρσή της, για τον αγιασμό και τη σωτηρία της, να ενώσουμε όλες τις ανησυχίες μας στην ασταμάτητη προσευχή και ο Θεός της αγάπης θα μας υποδείξει άθλους και θα μας δώσει όλες εκείνες τις δυνάμεις, που χρειάζονται, για να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας.
Αυτήν την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο πρέπει και εμείς να μιμούμεθα. Είναι, άλλωστε, εντολή του Θεού. «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (Ματθ. ιθ' 19) Και μας παραγγέλει ως εξής. Να διαχωρίζουμε την αμαρτία από τον αμαρτωλό· το έγκλημα από τον εγκληματία· να μισούμε μεν την αμαρτία, να αγαπούμε δε τον αμαρτωλό· να μην εξισώνουμε τον αμαρτωλό με την αμαρτία, τον εγκληματία με το έγκλημα· να μη φονεύουμε τον αμαρτωλό λόγω της αμαρτίας, τον εγκληματία λόγω του εγκλήματος, αλλά να τον σώζουμε από την αμαρτία.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει ότι η αγάπη προς τον πλησίον επιβάλλει να μην επεμβαίνουμε στις αμαρτίες του, αλλά όσο είναι δυνατόν να τις καλύπτουμε. Ιδού τι ακριβώς λέγει: «Μὴ ἐπεμβαίνομεν ταῖς τοῦ πλησίον ἁμαρτίαις, ἀλλ' ὅσον ἂν δέῃ, συσκιαζώμενοι.» (ΕΠΕ, 10, 878)
Συγκλονιστικό παράδειγμα είναι η επί μοιχεία κατειλλημένη γυναίκα. Ο πανοικτίρμων Σωτήρ διεχώρισε την αμαρτία της γυναίκας από την θεοειδή ύπαρξή της. Κατέκρινε την αμαρτία και ελέησε την αμαρτωλό: «Οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω.» (Ιω. η' 11)
Κορύφωμα, άλλωστε, της αγάπης του Θεανθρώπου Χριστού, δεν είναι η σταυρική θυσία Του, διά τη σωτηρία του κόσμου; Και δείγμα της άπειρης αγάπης Του, της ασύλληπτης αγάπης Του, δεν είναι η παράκλησή Του προς τον ουράνιο Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του, τους βασανιστές Του; Αυτά τα αφθάστου μεγαλείου λόγια Του, «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ' 34), δεν επιβεβαιώνουν το ακατάληπτο μυστήριο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο;
πρωτοπρεσβ. Νικόλαος Παναγή (2011), Ο Θεός Αγάπη εστίν,
εκδ. «Ορθόδοξος Ζωή», Λευκωσία, σ. 5-7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου