Η τιμή των Ορθοδόξων προς τη Θεοτόκο
Η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει για την Παναγία μας ό,τι μας παραδίδει η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή, και καθημερινά Τη δοξάζει στους ναούς της, ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία της. Γνωρίζοντας ότι χαροποιείται μόνο από αυτούς τους αίνους που ανταποκρίνονται στην πραγματική της δόξα, οι Άγιοι Πατέρες και υμνογράφοι έχουν ικετεύσει Αυτήν και τον Υιό της να διδαχθούν πώς να την υμνούν. «Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου, τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τὴν ἄχραντον Μητέρα σου». (οίκος Κοίμησης) «Η Εκκλησία διδάσκει ότι ο Χριστός πραγματικά γεννήθηκε από την Αειπάρθενο Μαρία» (Άγ. Επιφάνιος). «Είναι απαραίτητο για εμάς να ομολογούμε ότι η Παναγία είναι πραγματικά Θεοτόκος, έτσι ώστε να μην υποπέσουμε σε βλασφημία· διότι εκείνοι που αρνούνται ότι η Αγία Παρθένος είναι πράγματι Θεοτόκος δεν είναι πλέον πιστοί, αλλά μαθητές των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων». (Άγ. Εφραίμ ο Σύρος)
Από την Παράδοσή μας γνωρίζουμε ότι η Θεοτόκος ήταν θυγατέρα των ηλικιωμένων Ιωακείμ και Άννης· ο Ιωακείμ καταγόταν από τη βασιλική γενιά του Δαυίδ και η Άννα από ιερατική οικογένεια. Παρά την τόσο ευγενή καταγωγή τους, ήταν φτωχοί. Όμως, δεν ήταν αυτό που στενοχωρούσε αυτούς τους ενάρετους, όσο το γεγονός ότι δεν είχαν παιδιά και δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι οι απόγονοί τους θα έβλεπαν τον Μεσσία. Και ιδού, κάποτε, όντας περιφρονημένοι από τους Εβραίους για την ατεκνία τους, με πόνο ψυχής και οι δυο προσέφεραν προσευχές στον Θεό· ο Ιωακείμ σε βουνό στο οποίο είχε αποσυρθεί όταν ο ιερές δεν θέλησε να προσφέρει τη θυσία του στον Ναό, και η Άννα στον κήπο της κλαίγοντας για τη στειρότητά της -εκεί τους εμφανίστηκε άγγελος που τους γνωστοποίησε ότι θα γεννήσουν μία κόρη. Καταχαρούμενοι, υποσχέθηκαν να αφιερώσουν το παιδί τους στον Θεό.
Σε εννέα μήνες γεννήθηκε μία κόρη, ονομαζόμενη Μαρία, η οποία από τη πρώιμη παιδική ηλικία της επέδειξε τις μεγαλύτερες αρετές. Όταν ήταν τριών χρόνων, οι γονείς της, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή τους, με επισημότητα οδήγησαν τη μικρή Μαρία στον Ναό της Ιερουσαλήμ· ανέβηκε τα ψηλά σκαλιά, και από αποκάλυψη από τον Θεό οδηγήθηκε στα Άγια των Αγίων, από τον Υψηλό Ιερέα που τη συνάντησε· πήρε τη χάρη του Θεού που αναπαυόταν επάνω της μαζί της στον Ναό που μέχρι τότε ήταν δίχως χάρη. Εγκαταστάθηκε στα κατάλυμα για τις παρθένες που υπήρχε στον Ναό· αφιέρωνε τόσο πολύ χρόνο για προσευχή στα Άγια των Αγίων που μπορεί να πει κάποιος ότι ζούσε σε αυτό. Όντας στολισμένη με όλες τις αρετές, επεδείκνυε εξαιρετικά αγνή ζωή. Ήταν υποτακτική και υπάκουη προς όλους, δεν προσέβαλε κανένα, δεν είπε καμία σκληρή λέξη σε κανένα, ήταν φιλική προς τους πάντες, και δεν αποδέχθηκε κανένα ρυπαρό λογισμό.
«Παρά την τίμια και άμεμπτη ζωή που ζούσε η Παναγία, η αμαρτία και ο θάνατος έκαναν την παρουσία τους σε Αυτή. Δεν μπορούσαν παρά να εμφανιστούν. Αυτή είναι η ακριβής και πιστή διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας σχετικά με τη Θεοτόκο όσον αφορά το προπατορικό αμάρτημα και τον θάνατο.» (επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ)
Ήταν ξένη σε κάθε πτώση προερχόμενη από την αμαρτία, «δεν ήταν ξένη προς τους αμαρτωλούς πειρασμούς». «Μόνο ο Θεός είναι αναμάρτητος», ενώ ο άνθρωπος πάντα θα έχει μέσα του κάτι που θα χρειάζεται διόρθωση και τελειοποίηση για να εκπληρωθεί η εντολή του Θεού· «να είστε άγιοι, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σας, είμαι άγιος» (Λευιτικό ιθ' 2). Όσο πιο αγνός και τέλειος είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ προσέχει τις ατέλειές του και θεωρεί τον εαυτό του ολοένα και περισσότερο ανάξιο.
Η Παρθένος, έχοντας αφιερωθεί τελείως στον Θεό, παρόλο που απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία, ένιωσε την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης πολύ περισσότερο από άλλους και επιθυμούσε διακαώς την έλευση του Σωτήρα. Μέσα στην ταπείνωσή της θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο ακόμη και να διακονήσει την Παρθένο που θα Τον κυοφορούσε. Για να μην Την αποσπά τίποτα από την προσευχή και την εγρήγορση, η Μαρί έδωσε στον Θεό όρκο να μην νυμφευθεί, έτσι ώστε να ευχαριστεί μόνον Αυτόν σε όλη της τη ζωή. Ήταν αρραβωνιασμένη με τον ηλικιωμένο Ιωσήφ· όταν η ηλικία της δεν της επέτρεπε να παραμείνει στον Ναό, εγκαταστάθηκε στην οικία του στη Ναζαρέτ. Εδώ η Παρθένος συγκατατέθηκε στον αρχάγγελο Γαβριήλ που της έφερε τα χαρμόσυνα νέα της γέννησης του Υιού του Υψίστου από Αυτήν· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν... Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.» (Λουκ. α' 28-35)
Η Μαρία αποδέχθηκε την αγγελική χαρμόσυνη είδηση ταπεινά και υποτακτικά. «Τότε ο Λόγος, με τρόπο γνωστό σε Αυτόν, κατήλθε και, όπως Αυτός ο ίδιος θέλησε, εισήλθε στη Μαρία και κατοίκησε μέσα σε Αυτή.» (Άγ. Εφραίμ ο Σύρος) [...]
Η Μαρία δεν είπε σε κανένα για την εμφάνιση του αγγέλου, αλλά ο ίδιος ο άγγελος αποκάλυψε στον Ιωσήφ τη θαυμαστή σύλληψη της Μαρίας από το Άγιο Πνεύμα· μετά τη γέννηση του Χριστού με πλήθος επουρανίων στρατιών των αγγέλων, το ανήγγειλε στους ποιμένες. Οι ποιμένες, ερχόμενοι να προσκυνήσουν το νεογέννητο, είπαν πως είχαν ακούσει για Αυτό. Έχοντας προηγουμένως υπομείνει την υποψία με σιωπή και συνετήρησε στην καρδιά της τα ρήματα σχετικά με τη μεγαλοσύνη του Υιού της. Σαράντα ημέρες αρχότερα άκουσε τη δοξαστική προσευχή του Συμεών και την προφητεία σχετικά με τη ρομφαία που θα διαπερνούσε την ψυχή της. Αργότερα είδε πως ο Ιησούς προόδευσε στη σοφία· Τον άκουσε σε ηλικία δώδεκα ετών να διδάσκει στον Ναό, και όλα τα συνετήρησε στην καρδιά της.
Παρ' όλο που ήταν κεχαριτωμένη, δεν είχε ακόμα καταλάβει σε τιθα συνίστατο το λυτρωτικό έργο και η μεγαλοσύνη του Υιού της. Οι εβραϊκές αντιλήψεις για τον Μεσσία τής ήταν οικείες και φυσιολογικά συναισθήματα την έκαναν να ανησυχεί για Αυτόν, προστατεύοντάς Τον από εργασίες και κινδύνους που μπορούσαν να φανούν υπερβολικοί. Επομένως, στην αρχή ακουσίως ευνοούσε τον Υιό της κάτι που προκάλεσε την υπόδειξή του για την ανωτερότητα της πνευματικής συγγένειας από τη σαρκική. (Ματθ. ιβ' 46-49) «Ανησυχούσε βέβαια για την τιμή της Μητέρας του, αλλά πιο πολύ για τη σωτηρία των ανθρώπων, για τους οποίους είχε ενδυθεί τη σάρκα.» (Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος) Η Παναγία το κατανοούσε αυτό και άκουσε τον λόγο του Θεού και τον εφύλαξε. Όπως κανείς άλλος άνθρωπος, είχε τα ίδια αισθήματα με τον Χριστό, αγόγγυστα σηκώνοντας τον πόνο μιας μητέρας, όταν έβλεπε τον Υιό της να διώκεται και να υποφέρει· συναγαλλόμενη την ημέρα της Αναστάσεως, ενδεδυμένη την ημέρα της Πεντηκοστής με «δύναμη εξ ύψους». Το Άγιο Πνεύμα που κατήλθε σε αυτήν, την εδίδαξε τα πάντα και «την οδήγησε εις πάσα την αλήθεια» (Ιωάν. ιστ' 13). Όντας πεφωτισμένη, ξεκίνησε να εργάζεται όλο και περισσότερο ενθουσιωδώς για να εκτελέσει ό,τι έχει ακούσει από τον Υιό της και Σωτήρα, έτσι ώστε να ανέλθει σε Αυτόν και να είναι μαζί Του.
Το τέλος της επίγειας ζωής της Υπεραγίας Θεοτόκου ήταν η αρχή της μεγαλοσύνης της. «Όντας κεκοσμημένη με θεία δόξα», στέκεται και θα στέκεται, και την ημέρα της Κρίσεως και στον μέλλοντα αιώνα, στα δεξιά του θρόνου του Υιού της. Βασιλεύει μαζί με Αυτόν και έχει παρρησία προς Αυτόν ως η κατά σάρκα Μητέρα Του, και ως ένα πνεύμα με Αυτόν· ως μία που ποίησε το θέλημα του Θεού και δίδαξε άλλους. Ελεήμων και γεμάτη αγάπη, επιδεικνύει την αγάπη της προς τον Υιό της και Θεό, από αγάπη για το ανθρώπινο γένος. Μεσιτεύει γι' αυτό ενώπιον του Ελεήμονος, και ασχολούμενη με τον κόσμο, βοηθάει τους ανθρώπους.
Έχοντας ζήσει όλες τις δυσκολίες της επίγειας ζωής, η Μεσίτρια του γένους των Χριστιανών βλέπει κάθε δάκρυ, ακούει κάθε στεναγμό και ικεσία απευθυνόμενη προς Αυτή. Ιδιαίτερα κοντά της είναι όσοι εργάζονται στη μάχη κατά των παθών και ποθούν ένθερμα μια θεάρεστη ζωή. Αλλά ακόμα και για τις επίγειες έγνοιες είναι αναντικατάστατη βοηθός. «Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ ἀδικουμένων προστάτις, καὶ πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καὶ βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, καὶ ὀρφανῶν βοηθός, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σῦ ὑπάρχεις, Ἄχραντε»· «Η ελπίς και μεσιτεία και καταφύγιο των Χριστιανών», «η εν πρεσβείαις ακοίμητη Θεοτόκος», «η κραταιά βοήθεια του κόσμου»· «ημέρας γαρ και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών και τα σκήπτρα της βασιλείας ταις σαις ικεσίαις κρατύνονται».
Δεν υπάρχει νους ή λόγια για να εκφραστεί το μεγαλείο Αυτής που γεννήθηκε στην αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή αλλά έγινε «τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», «ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνευματι Θείῳ· ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ· αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος»· ενώ «Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα, εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν, ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς, καὶ ὑπερκόσμιος, ὑμνεῖν σε Θεοτόκε· ὅμως ἀγαθὴ ὑπάρχουσα τὴν πίστιν δέχου· καὶ γὰρ τὸν πόθον οἶδας, τὸν ἔνθεον ἡμῶν· σὺ γὰρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις, σὲ μεγαλύνομεν».
Η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει για την Παναγία μας ό,τι μας παραδίδει η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή, και καθημερινά Τη δοξάζει στους ναούς της, ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία της. Γνωρίζοντας ότι χαροποιείται μόνο από αυτούς τους αίνους που ανταποκρίνονται στην πραγματική της δόξα, οι Άγιοι Πατέρες και υμνογράφοι έχουν ικετεύσει Αυτήν και τον Υιό της να διδαχθούν πώς να την υμνούν. «Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου, τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τὴν ἄχραντον Μητέρα σου». (οίκος Κοίμησης) «Η Εκκλησία διδάσκει ότι ο Χριστός πραγματικά γεννήθηκε από την Αειπάρθενο Μαρία» (Άγ. Επιφάνιος). «Είναι απαραίτητο για εμάς να ομολογούμε ότι η Παναγία είναι πραγματικά Θεοτόκος, έτσι ώστε να μην υποπέσουμε σε βλασφημία· διότι εκείνοι που αρνούνται ότι η Αγία Παρθένος είναι πράγματι Θεοτόκος δεν είναι πλέον πιστοί, αλλά μαθητές των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων». (Άγ. Εφραίμ ο Σύρος)
Από την Παράδοσή μας γνωρίζουμε ότι η Θεοτόκος ήταν θυγατέρα των ηλικιωμένων Ιωακείμ και Άννης· ο Ιωακείμ καταγόταν από τη βασιλική γενιά του Δαυίδ και η Άννα από ιερατική οικογένεια. Παρά την τόσο ευγενή καταγωγή τους, ήταν φτωχοί. Όμως, δεν ήταν αυτό που στενοχωρούσε αυτούς τους ενάρετους, όσο το γεγονός ότι δεν είχαν παιδιά και δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι οι απόγονοί τους θα έβλεπαν τον Μεσσία. Και ιδού, κάποτε, όντας περιφρονημένοι από τους Εβραίους για την ατεκνία τους, με πόνο ψυχής και οι δυο προσέφεραν προσευχές στον Θεό· ο Ιωακείμ σε βουνό στο οποίο είχε αποσυρθεί όταν ο ιερές δεν θέλησε να προσφέρει τη θυσία του στον Ναό, και η Άννα στον κήπο της κλαίγοντας για τη στειρότητά της -εκεί τους εμφανίστηκε άγγελος που τους γνωστοποίησε ότι θα γεννήσουν μία κόρη. Καταχαρούμενοι, υποσχέθηκαν να αφιερώσουν το παιδί τους στον Θεό.
Σε εννέα μήνες γεννήθηκε μία κόρη, ονομαζόμενη Μαρία, η οποία από τη πρώιμη παιδική ηλικία της επέδειξε τις μεγαλύτερες αρετές. Όταν ήταν τριών χρόνων, οι γονείς της, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή τους, με επισημότητα οδήγησαν τη μικρή Μαρία στον Ναό της Ιερουσαλήμ· ανέβηκε τα ψηλά σκαλιά, και από αποκάλυψη από τον Θεό οδηγήθηκε στα Άγια των Αγίων, από τον Υψηλό Ιερέα που τη συνάντησε· πήρε τη χάρη του Θεού που αναπαυόταν επάνω της μαζί της στον Ναό που μέχρι τότε ήταν δίχως χάρη. Εγκαταστάθηκε στα κατάλυμα για τις παρθένες που υπήρχε στον Ναό· αφιέρωνε τόσο πολύ χρόνο για προσευχή στα Άγια των Αγίων που μπορεί να πει κάποιος ότι ζούσε σε αυτό. Όντας στολισμένη με όλες τις αρετές, επεδείκνυε εξαιρετικά αγνή ζωή. Ήταν υποτακτική και υπάκουη προς όλους, δεν προσέβαλε κανένα, δεν είπε καμία σκληρή λέξη σε κανένα, ήταν φιλική προς τους πάντες, και δεν αποδέχθηκε κανένα ρυπαρό λογισμό.
«Παρά την τίμια και άμεμπτη ζωή που ζούσε η Παναγία, η αμαρτία και ο θάνατος έκαναν την παρουσία τους σε Αυτή. Δεν μπορούσαν παρά να εμφανιστούν. Αυτή είναι η ακριβής και πιστή διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας σχετικά με τη Θεοτόκο όσον αφορά το προπατορικό αμάρτημα και τον θάνατο.» (επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ)
Ήταν ξένη σε κάθε πτώση προερχόμενη από την αμαρτία, «δεν ήταν ξένη προς τους αμαρτωλούς πειρασμούς». «Μόνο ο Θεός είναι αναμάρτητος», ενώ ο άνθρωπος πάντα θα έχει μέσα του κάτι που θα χρειάζεται διόρθωση και τελειοποίηση για να εκπληρωθεί η εντολή του Θεού· «να είστε άγιοι, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σας, είμαι άγιος» (Λευιτικό ιθ' 2). Όσο πιο αγνός και τέλειος είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ προσέχει τις ατέλειές του και θεωρεί τον εαυτό του ολοένα και περισσότερο ανάξιο.
Η Παρθένος, έχοντας αφιερωθεί τελείως στον Θεό, παρόλο που απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία, ένιωσε την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης πολύ περισσότερο από άλλους και επιθυμούσε διακαώς την έλευση του Σωτήρα. Μέσα στην ταπείνωσή της θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο ακόμη και να διακονήσει την Παρθένο που θα Τον κυοφορούσε. Για να μην Την αποσπά τίποτα από την προσευχή και την εγρήγορση, η Μαρί έδωσε στον Θεό όρκο να μην νυμφευθεί, έτσι ώστε να ευχαριστεί μόνον Αυτόν σε όλη της τη ζωή. Ήταν αρραβωνιασμένη με τον ηλικιωμένο Ιωσήφ· όταν η ηλικία της δεν της επέτρεπε να παραμείνει στον Ναό, εγκαταστάθηκε στην οικία του στη Ναζαρέτ. Εδώ η Παρθένος συγκατατέθηκε στον αρχάγγελο Γαβριήλ που της έφερε τα χαρμόσυνα νέα της γέννησης του Υιού του Υψίστου από Αυτήν· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν... Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.» (Λουκ. α' 28-35)
Η Μαρία αποδέχθηκε την αγγελική χαρμόσυνη είδηση ταπεινά και υποτακτικά. «Τότε ο Λόγος, με τρόπο γνωστό σε Αυτόν, κατήλθε και, όπως Αυτός ο ίδιος θέλησε, εισήλθε στη Μαρία και κατοίκησε μέσα σε Αυτή.» (Άγ. Εφραίμ ο Σύρος) [...]
Η Μαρία δεν είπε σε κανένα για την εμφάνιση του αγγέλου, αλλά ο ίδιος ο άγγελος αποκάλυψε στον Ιωσήφ τη θαυμαστή σύλληψη της Μαρίας από το Άγιο Πνεύμα· μετά τη γέννηση του Χριστού με πλήθος επουρανίων στρατιών των αγγέλων, το ανήγγειλε στους ποιμένες. Οι ποιμένες, ερχόμενοι να προσκυνήσουν το νεογέννητο, είπαν πως είχαν ακούσει για Αυτό. Έχοντας προηγουμένως υπομείνει την υποψία με σιωπή και συνετήρησε στην καρδιά της τα ρήματα σχετικά με τη μεγαλοσύνη του Υιού της. Σαράντα ημέρες αρχότερα άκουσε τη δοξαστική προσευχή του Συμεών και την προφητεία σχετικά με τη ρομφαία που θα διαπερνούσε την ψυχή της. Αργότερα είδε πως ο Ιησούς προόδευσε στη σοφία· Τον άκουσε σε ηλικία δώδεκα ετών να διδάσκει στον Ναό, και όλα τα συνετήρησε στην καρδιά της.
Παρ' όλο που ήταν κεχαριτωμένη, δεν είχε ακόμα καταλάβει σε τιθα συνίστατο το λυτρωτικό έργο και η μεγαλοσύνη του Υιού της. Οι εβραϊκές αντιλήψεις για τον Μεσσία τής ήταν οικείες και φυσιολογικά συναισθήματα την έκαναν να ανησυχεί για Αυτόν, προστατεύοντάς Τον από εργασίες και κινδύνους που μπορούσαν να φανούν υπερβολικοί. Επομένως, στην αρχή ακουσίως ευνοούσε τον Υιό της κάτι που προκάλεσε την υπόδειξή του για την ανωτερότητα της πνευματικής συγγένειας από τη σαρκική. (Ματθ. ιβ' 46-49) «Ανησυχούσε βέβαια για την τιμή της Μητέρας του, αλλά πιο πολύ για τη σωτηρία των ανθρώπων, για τους οποίους είχε ενδυθεί τη σάρκα.» (Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος) Η Παναγία το κατανοούσε αυτό και άκουσε τον λόγο του Θεού και τον εφύλαξε. Όπως κανείς άλλος άνθρωπος, είχε τα ίδια αισθήματα με τον Χριστό, αγόγγυστα σηκώνοντας τον πόνο μιας μητέρας, όταν έβλεπε τον Υιό της να διώκεται και να υποφέρει· συναγαλλόμενη την ημέρα της Αναστάσεως, ενδεδυμένη την ημέρα της Πεντηκοστής με «δύναμη εξ ύψους». Το Άγιο Πνεύμα που κατήλθε σε αυτήν, την εδίδαξε τα πάντα και «την οδήγησε εις πάσα την αλήθεια» (Ιωάν. ιστ' 13). Όντας πεφωτισμένη, ξεκίνησε να εργάζεται όλο και περισσότερο ενθουσιωδώς για να εκτελέσει ό,τι έχει ακούσει από τον Υιό της και Σωτήρα, έτσι ώστε να ανέλθει σε Αυτόν και να είναι μαζί Του.
Το τέλος της επίγειας ζωής της Υπεραγίας Θεοτόκου ήταν η αρχή της μεγαλοσύνης της. «Όντας κεκοσμημένη με θεία δόξα», στέκεται και θα στέκεται, και την ημέρα της Κρίσεως και στον μέλλοντα αιώνα, στα δεξιά του θρόνου του Υιού της. Βασιλεύει μαζί με Αυτόν και έχει παρρησία προς Αυτόν ως η κατά σάρκα Μητέρα Του, και ως ένα πνεύμα με Αυτόν· ως μία που ποίησε το θέλημα του Θεού και δίδαξε άλλους. Ελεήμων και γεμάτη αγάπη, επιδεικνύει την αγάπη της προς τον Υιό της και Θεό, από αγάπη για το ανθρώπινο γένος. Μεσιτεύει γι' αυτό ενώπιον του Ελεήμονος, και ασχολούμενη με τον κόσμο, βοηθάει τους ανθρώπους.
Έχοντας ζήσει όλες τις δυσκολίες της επίγειας ζωής, η Μεσίτρια του γένους των Χριστιανών βλέπει κάθε δάκρυ, ακούει κάθε στεναγμό και ικεσία απευθυνόμενη προς Αυτή. Ιδιαίτερα κοντά της είναι όσοι εργάζονται στη μάχη κατά των παθών και ποθούν ένθερμα μια θεάρεστη ζωή. Αλλά ακόμα και για τις επίγειες έγνοιες είναι αναντικατάστατη βοηθός. «Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ ἀδικουμένων προστάτις, καὶ πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καὶ βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, καὶ ὀρφανῶν βοηθός, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σῦ ὑπάρχεις, Ἄχραντε»· «Η ελπίς και μεσιτεία και καταφύγιο των Χριστιανών», «η εν πρεσβείαις ακοίμητη Θεοτόκος», «η κραταιά βοήθεια του κόσμου»· «ημέρας γαρ και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών και τα σκήπτρα της βασιλείας ταις σαις ικεσίαις κρατύνονται».
Δεν υπάρχει νους ή λόγια για να εκφραστεί το μεγαλείο Αυτής που γεννήθηκε στην αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή αλλά έγινε «τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», «ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνευματι Θείῳ· ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ· αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος»· ενώ «Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα, εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν, ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς, καὶ ὑπερκόσμιος, ὑμνεῖν σε Θεοτόκε· ὅμως ἀγαθὴ ὑπάρχουσα τὴν πίστιν δέχου· καὶ γὰρ τὸν πόθον οἶδας, τὸν ἔνθεον ἡμῶν· σὺ γὰρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις, σὲ μεγαλύνομεν».
Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. «Μυριόβιβλος», Αθήνα: 2006, σελ. 83-92.
Σημ.:
(α) Για την πληθώρα των υποσημειώσεων του πρωτοτύπου παρακαλώ δέστε το βιβλίο.
(β) Επισημαίνεται ότι στο πρωτότυπο ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ αναφέρεται μόνο ως επίσκοπος, αφού η αναγνώρισή του από τη Ρωσική Εκκλησία ως αγίου έγινε μόλις το 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου