Η Λήδα ήταν κόρη του μηχανικού που εκτελούσε ένα σημαντικό έργο σε μια ορεινή περιοχή. Το κορίτσι του δεν είχε μητέρα, δεν μπορούσε να το αφήσει μόνο στην Αθήνα και αναγκάστηκε να το πάρει μαζί του να τελειώσει το δημοτικό σχολείο στη μικρή επαρχιακή πόλη που βρισκόταν εκεί κοντά.
Η Λήδα ήταν ένα πλάσμα κάπως ιδιόρρυθμο. Μοναχικό, συνεσταλμένο, προβληματισμένο. Δεν έκανε παρέα με κανέναν, στο μάθημα πήγαινε πάντα μετά την προσευχή που κάνανε στο σχολείο και δεν έπαιρνε ποτέ μέρος στον εκκλησιασμό, ούτε σε καμία από τις θρησκευτικές εκδηλώσεις.
Βλέποντάς την έτσι μόνη η συμμαθήτριά της η Αργυρώ, την πλησιάσε και τη ρώτησε αν ήθελε να γίνουν φίλες. Η Λήδα δέχτηκε με κάποιο δισταγμό. Κι όταν της πρότεινε η Αργυρώ να πάνε μαζί την Κυριακή στην εκκλησία, η Λήδα της απάντησε με παράπονο: «Δεν μου επιτρέπει ο πατέρας μου. Είναι άθεος και δεν θέλει να έχει σχέσεις με εκκλησίες, ιερείς, προσευχές και το μάθημα των θρησκευτικών που κάνουμε στο σχολείο λέει πως είναι μυθολογία των Εβραίων.»
Η Αργυρώ δεν απάντησε στη φίλη της, συζήτησε όμως το θέμα με τους γονείς της. «Ίσως ο κ. Ευσταθίου να ανήκει σε κάποια αίρεση, είπε ο πατέρας της. Εμείς ας προσευχηθούμε να τον φωτίσει ο Θεός να βρει τον σωστό δρόμο.» Και από τότε η Αργυρώ δεν έπαψε να προσεύχεται.
Κάποια μέρα χρειάστηκε να πάει ο πατέρας της Λήδας για δουλειές του στην Αθήνα. Θα απουσίαζε τρεις μέρες. Κι επειδή δεν μπορούσε να πάρει την κόρη του μαζί του, τη φιλοξένησε η Αργυρώ στο σπίτι της. Οι γονείς και τ' αδέλφια της τη δέχτηκαν με χαρά. Η Λήδα βρέθηκε ξαφνικά σ' ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Έζησε τρεις μέρες σ' ένα σπίτι ζεστό, απλό, νοικοκυρεμένο, σ' ένα μικρό παράδεισο.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε μπαίνοντας, ήταν το εικονοστάσι με αναμμένο το καντηλάκι. Στο σαλόνι υπήρχε ένας μεγάλος πίνακας: Ο Χριστός με τους μαθητές του στον δρόμο προς Εμμαούς. Στην κουζίνα ένας μικρότερος: Ο Ιησούς ευλογεί το τραπέζι μιας φτωχής οικογένειας. Στα δωμάτια των παιδιών εικόνες Αγίων. Και πάνω από τα κρεβάτια τους μικρά ξύλινα σταυρουδάκια. Όλα αυτά, της προκάλεσαν κάποιο δέος.
Η έκπληξή της συνεχίστηκε όταν κάθισαν στο μεσημεριανό τραπέζι και άκουσε τον πατέρα να κάνει προσευχή: «Ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν». Πρόσεξε επίσης πως το φαγητό τους ήταν πολύ λιτό. Κι ενώ κοιτούσε ασάλευτη και σαστισμένη, η μητέρα της Αργυρώς της εξήγησε πως το φαγητό τους σήμερα είναι νηστήσιμο γιατί την Κυριακή θα μεταλάβουν. Τη ρώτησε αν ήθελε να βάλει στο δικό της πιάτο λίγο λαδάκι. Η Λήδα αρνήθηκε. Το έφαγε όμως με πολλή όρεξη.
Το βράδυ πριν κοιμηθούν πρόσεξε η Αργυρώ ένα περίεργο πράγμα να κρέμεται από τον λαιμό της Λήδας. «Είναι σκορπιός, το ζώδιό μου», της απάντησε χαμογελώντας η φίλη της. «Εσύ τι ζώδιο είσαι;» Η Αργυρώ της έδειξε το χρυσό σταυρουδάκι. «Αυτό φοράω από τότε που με βαφτίσανε.» Η Λήδα την κοίταξε με κάποια συστολή. «Εμένα δεν με βαφτίσανε. Ο πατέρας μου λέει πως ο γάμος και τα βαφτίσια είναι εφεύρεση των ιερέων για να εισπράττουν χρήματα.»
Η Αργυρώ της εξήγησε «πως το βάπτισμα είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Με τη βάφτιση φεύγει το προπατορικό αμάρτημα και με το Χρίσμα έρχεται το Άγιο Πνεύμα και μας φωτίζει ν' ακολουθήσουμε τον δρόμο που οδηγεί στη βασιλεία των ουρανών.» Τα λόγια της Αργυρώς προβλημάτισαν σοβαρά τη Λήδα.
Την επομένη μέρα ένας καινούργιος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά της. Στο κατηχητικό που πήγε με την Αργυρώ άκουσε τον πατέρα Θεόφιλο να μιλάει για τη δημιουργία του κόσμου. Παρακολούθησε το μάθημα με πολύ ενδιαφέρον. Κι όταν ο ιερέας τελείωσε, τον πλησίασε και με κάποιο δισταγμό τον ρώτησε: «Αν υπάρχει Θεός, πού είναι; Και γιατί δεν Τον βλέπουμε;» Καινούργια συναισθήματα γεννήθηκαν μέσα της ακούγοντας την απάντηση του γέροντα: «Τον βλέπουμε τέκνον μου στα δημιουργήματά Του, που τα δημιούργησε για μας τα πλάσματά Του. Κι εμείς πρέπει να Τον δοξάζουμε και να Τον ευχαριστούμε κάνοντας το θέλημά Του για να κερδίσουμε τη βασιλεία των ουρανών.»
«Εγώ πώς θα κερδίσω τη βασιλεία των ουρανών που είμαι αβάφτιστη;» σκεφτόταν η Λήδα με θλίψη καθώς στριφογύρισαν στον νου της τα λόγια της Αργυρώς που της είπε την Κυριακή το πρωί στην εκκλησία: «Εσύ Λήδα δεν μπορείς να μεταλάβεις γιατί είσαι αβάφτιστη!»
Η Κυριακή για την οικογένεια της Αργυρώς ήταν μέρα αναστάστιμη. Ακόμα και το τραπέζι ήταν πασχαλινό. Τα πρόσωπα όλων έλαμπαν. Επηρεασμένη η Λήδα από την όμορφη αυτή ατμόσφαιρα, έτρεξε με χαρά όταν επέστρεψε ο πατέρας της και ρίχτηκε στην αγκαλιά του φωνάζοντας με ενθουσιασμό: «Μπαμπά μου, υπάρχει Θεός, είναι αυτός που δημιούργησε όλη την πλάση.» Το πρόσωπο του πατέρα σκοτείνιασε. «Σου κάνανε προσηλυτισμό αυτοί που σε φιλοξένησαν; Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται από τον νόμο, θα τους κάνω μήνυση.» Η Λήδα τον κοίταξε τρομαγμένη. «Όχι μπαμπά, αυτά τα είπε ο πατέρας Θεόφιλος στην εκκλησία.» Η φωνή του πατέρα ακούστηκε γεμάτη οργή: «Πήγες και στην εκκλησία;» Και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
Η Λήδα έπεσε κάτω αναίσθητη. Έντρομος ο πατέρας κάλεσε γιατρό. Η διάγνωση του γιατρού κυριολεκτικά τον αναστάτωσε. «Η κατάσταση της κόρης σας είναι αρκετά σοβαρή, το θέμα είναι καθαρά ψυχολογικό. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να κάνει το θαύμα Του να σώσει το κορίτσι.» Ο πατέρας τον κοίταξε οργισμένος: «Ολόκληρος επιστήμονας και πιστεύεις ακόμα στην εποχή μας στον Θεό και τα θαύματα;» Ο γιατρός του απάντησε με γαλήνη: «Ο Θεός είναι που κρατάει τη ζωή μας στα χέρια Του κι εμείς οι γιατροί είμαστε απλά συνεργοί Του. Στις δύσκολες περιπτώσεις επικαλούμαι τη βοήθειά Του, παρακαλώ τον ιερέα να διαβάσει παράκληση για να σωθεί ο άρρωστος.»
Πάνω στην απόγνωσή του ο πατέρας και μη έχοντας τίποτε πολυτιμότερο από την κόρη του, αναγκάστηκε να δεχτεί τα λόγια του γιατρού, να δεχθεί τον ιερέα. Μαζεμένος σε μια γωνιά παρακολουθούσε τον πατέρα Θεόφιλο που διάβαζε την παράκληση γονατισμένος πλάι στη Λήδα. Πριν ακόμα τελειώσει η ανάγνωση, είδε το κορίτσι του ν' ανοίγει τα μάτια και να κοιτάζει τον γέροντα. Αχνή ακούστηκε η φωνή της: «Πατέρα Θεόφιλε, θέλω να βαφτιστώ. Δεν θέλω να χάσω τη βασιλεία των ουρανών.» Κι ο γέροντας συγκινημένος την ευλόγησε. «Ναι, τέκνον μου, την Κυριακή εγώ θα σε βαφτίσω».
Το θαύμα είχε γίνει. Ο πατέρας το είδε με τα μάτια του και άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του. Είχε έρθει η ώρα της μετάνοιας. Το χαμένο πρόβατο να ξαναγυρίσει στο μαντρί του. Ξέσπασε σε δυνατό κλάμα καθώς θυμήθηκε το παρελθόν του: Νεαρός φοιτητής στο εξωτερικό, είχε μπλέξει με μια ξένη κοπέλα που τον μύησε σε κάποια αίρεση και τον απομάκρυνε από τον Θεό. Και στο τέλος τον εγκατέλειψε αφήνοντάς του το κοριτσάκι του που το βύθισε κι αυτό στο σκοτάδι!... Σκούπισε τα δάκρυά του και σαν τον άσωτο υιό αποφάσισε να επιστρέψει στον ουράνιο Πατέρα, ελπίζοντας στη συγγνώμη Του.
Την Κυριακή ο ίδιος ο πατέρας συνόδεψε την κόρη του στην εκκλησία. Ντυμένη στα λευκά η Λήδα και δίπλα η νονά της η Αργυρώ απάγγειλαν μαζί το «Σύμβολο της Πίστεως». Έλαμπε από χαρά η νεοφώτιστη Μαρία όταν βγήκε από την κολυμπήθρα. Κι όταν πήρε την πρώτη της μετάληψη ένιωσε μέσα της μια ουράνια ευδαιμονία.
Η Μαρία, που η νονά της της έδωσε το όνομα της Παναγίας, ήταν πλέον ένα πλάσμα ήρεμο, χαρούμενο κι ευτυχισμένο, κυρίως καθώς έβλεπε τη μεταστροφή του πατέρα της. Τώρα πια θα βάδιζαν μαζί, πατέρας και κόρη, τον δρόμο που οδηγεί στη... βασιλεία των ουρανών!
Καίτη Π. Ηλιόπουλου
Πηγή: περιοδικό Ο κόσμος της Ελληνίδος, Φεβρουάριος 2012, αρ. 586, εκδ. Χριστιανικής Ενώσεως «Ακτίνες», σ. 41-42
Υ/γ. Συγχώρα τον Κύριε που ακόμη δεν καταλαβαίνει... κι αυτήν την Ανάσταση, ανάστησέ τον!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου