«Eν τω κόσμω θλίψιν έξετε,
αλλά θαρσείτε
εγώ νενίκηκα τον κόσμο»
Θλίψη...
Μέσα από την αρρώστια, μέσα από την φτώχεια, μέσα από την ανεργία, μέσα από την αδικία, μέσα από τις παρεξηγημένες σχέσεις μας.
Ε και λοιπόν; Μήπως δεν ξέρουμε πως η κάθε μία από τις θλίψεις είναι και ένα τεράστιο βήμα προς την αγκαλιά του Πατέρα μας;
Τι σόι ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ; Στις ανέσεις μόνο; Στην ευημερία; Στα λόγια; Στη βόλεψή μας; Σε τι διαφέρουμε από τους άπιστους όταν ελεούμε από το περίσσευμά μας; Όταν αγαπάμε και φροντίζουμε μόνον αυτούς που μας αγαπούν; Όταν η χαρά του Χριστού μας χάνεται από τις καρδιές και από την ζωή μας στα ζόρικα;
Ποια είναι Η ΖΩΗ ΜΑΣ; Πόσες και ποιες ομοιότητες έχει με του Θεανθρώπου; Πόσο εξευτελιστήκαμε, πόσο αγαπήσαμε, πόσο ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΗΚΑΜΕ, πόσο δοκιμαστήκαμε από τον σατανά και αντέξαμε, πόσο νηστέψαμε και κλάψαμε για τους άλλους τους αδελφούς μας (όχι για τον εαυτούλη μας...), πόσο διακονήσαμε, πόσο αφιερωθήκαμε στα πλάσματα γύρω μας τα χαμένα που με τόση δίψα αναζητούν την ΑΓΑΠΗ, τη ΘΕΡΑΠΕΙΑ, την ΑΓΚΑΛΙΑ, τον ΚΑΛΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ, την συμπαράσταση, ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ...
Και στο λιθαράκι που λέγεται «αρρώστια», ή «ανεργία», ή «ανέχεια» ή ακόμα και ΘΑΝΑΤΟΣ, ξεχάσαμε τη Θεϊκή μας καταγωγή; Την αρχοντιά μας; Ξεχάσαμε πως δεν ζούμε για να ζούμε αλλά ζούμε για να υπηρετούμε; Ζούμε για να δοξάζουμε! Ζούμε για να χαιρόμαστε την ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ σε αισθήσεις και νοήματα.
Ζούμε για να απολαμβάνουμε μια ΑΓΑΠΗ ζωοφόρα που ξεκουράζει τον κάθε αδελφό μας, την κάθε ψυχούλα που ζει μακριά Του και δεν απολαμβάνει τα ουράνια όπως εμείς;
Πού είναι η πίστη μας; «Τα πετεινά του ουρανού»;... «Τα ταπεινά αγριολούλουδα» τα χρυσοστολισμένα; Η αιμορροούσα; Ο Ιάειρος;
Μήπως και μας χρειάζεται ένα δυνατό χαστούκι για να συνέλθουμε και να πάψουμε να ανησυχούμε για τα επίγεια, ανούσια και μικρά που μας κλείνουν τον δρόμο της πνευματικής μας ανόδου; Μήπως η προσευχή μας κατάντησε μια ζητιανιά, μια κραυγή αγωνίας και απιστίας;
Μήπως πλανηθήκαμε από τις έγνοιες του κόσμου τούτου και αφήσαμε από την καρδιά μας τα λόγια του Κυρίου μας; Τα λόγια του Ευαγγελίου; Τις συμβουλές και τις παραινέσεις των Αγίων και Μαρτύρων μας;
Μήπως η σημερινή (και η χθεσινή και η προπολεμική και δεν συμμαζεύεται) κατάσταση της κοινωνίας που ζούμε μας θόλωσε την ΠΟΡΕΙΑ μας; Μήπως τα γήινα και τα προσωρινά μάς αφαίρεσαν πολλά από τη Θεϊκή μας ρότα;
Ας λογαριαστούμε με την καρδιά μας
Ας λογαριαστούμε με τον εαυτούλη μας
Ας ξεφύγουμε από τη μοίρα του αδελφού του ασώτου της παραβολής και ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ μέσα στις πολλές και ΑΣΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΝΟΗΤΕΣ έγνοιες μας...
Ρωμ. ε' 3-5 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα,
ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν.
Β' Κορ. δ' 17 τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν,
μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα. τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια.
Λουκ. η' 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.
Ιακ. α' 2-4 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις,
γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν·ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.
Εβρ. ι' 35-39 Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παῤῥησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην.
ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν.ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ.ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται· καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ.ἡμεῖς δὲ οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς εἰς ἀπώλειαν, ἀλλὰ πίστεως εἰς περιποίησιν ψυχῆς.
Ψαλμ. ,ρλζ'(137) 7-8 ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσῳ θλίψεως, ζήσεις με· ἐπ᾿ ὀργὴν ἐχθρῶν μου ἐξέτεινας χεῖράς σου, καὶ ἔσωσέ με ἡ δεξιά σου.
Κύριος ἀνταποδώσει ὑπὲρ ἐμοῦ. Κύριε, τὸ ἔλεός σου εἰς τὸν αἰῶνα, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ παρίδῃς.
Ψαλμ. πδ'(84) 11 ἔλεος καὶ ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη κατεφίλησαν·
Δαν. στ' 16 Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπε καὶ ἤγαγον τὸν Δανιὴλ καὶ ἐνέβαλον αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων· καί εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Δανιήλ· ὁ Θεός σου, ᾧ σὺ λατρεύεις ἐνδελεχῶς, αὐτὸς ἐξελεῖταί σε.
Πηγή: Χαρμολύπη (27/6/2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου