Το περί Θεού ερώτημα είναι πανανθρώπινο και διαχρονικό
Οι άνθρωποι όλων των εποχών αναζήτησαν τον Θεό και προσπάθησαν να Τον προσεγγίσουν και στη μορφή και στην ουσία, έστω κι αν είναι ανέφικτο. Και αυτό ήταν πολύ φυσικό, αφού ο άνθρωπος οφείλει την ύπαρξή του σ' Αυτόν.
Η επίτευξη όμως του στόχου παρέμεινε πάντα στα επίπεδα της προσωπικής προσπάθειας του καθενός, αφού και η ένταξή μας σε μια θρησκεία εξυπακούει αποδοχή της συγκεκριμένης θεότητας και όχι την προσωπική μας σχέση με τον Θεό. Πολλές φορές μάλιστα εμείς οι άνθρωποι προκειμένου να ξεφύγουμε από το «μάτι» του Θεού, προτιμούμε να μην υπάρχει, προτιμούμε να ζούμε χωρίς Θεό. Ίσως μάλιστα να νομίζουμε πως αυτό μας βολεύει. Άλλοι πάλιν, λίγοι ή πολλοί, ομολογούμε πίστη σ' ένα Θεό χωρίς όμως να φροντίζουμε να Τον γνωρίζουμε.
Δεν θα είμαι υπερβολικός, μα ούτε και ακραίος, αν ισχυριστώ ότι στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά δεν πιστεύουμε. Απλώς έχουμε την καλή διάθεση να δεχτούμε στη ζωή μας την ύπαρξη ενός Θεού, μιας ανώτερης δύναμης. Αυτό όμως, είναι πίστη; Η πίστη είναι προϊόν, αποτέλεσμα της αγάπης. Και η αγάπη κινείται πάντα σε ένα προσωπικό επίπεδο. Είναι αδύνατο λοιπόν, να μπορέσουμε να αγαπήσουμε ένα άγνωστο πρόσωπο, πολύ δε περισσότερο μια αφηρημένη, άπιαστη δύναμη. Και όμως, ο Θεός μας, ο Θεός των χριστιανών, είναι Θεός προσωπικός (ένας Θεός, Τρία Πρόσωπα) και μπορούμε να Τον γνωρίσουμε και να δημιουργήσουμε προσωπική σχέση μαζί Του. Εκείνο του χρειάζεται για μια τέτοια σχέση είναι, να ανοίξουμε την καρδιά μας να Τον δεχτούμε, όπως μας δέχεται Αυτός.
Τούτο όμως, είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβουμε. Και αυτό γιατί πέραν από το γεγονός ότι σε πλείστες περιπτώσεις αμφισβητούμε τόσο την παρουσία Του, όσο και την ύπαρξή Του και ο ίδιος ο Θεός δεν επιθυμεί να κάνει αισθητή την παρουσία Του μέσα από εκπληκτικά φυσικά φαινόμενα, όπως τυφώνες ή σεισμούς, μα ούτε και μέσα από θαύματα που να εκπλήσσουν. Ο Θεός βρίσκεται κοντά μας, γύρω μας, μέσα μας, ανεπαίσθητα ως η λεπτή αύρα, κατά τον προφήτη Ηλία.
Πιο απλά, ο Θεός δεν επιδιώκει να κάνει εμφανή την παρουσία Του για να εντυπωσιάσει, να πείσει, ή ακόμη να εκφοβίσει. Όλα αυτά είναι ξένα σε ένα Θεό, που είναι ΑΓΑΠΗ (Ο Θεός αγάπη εστίν).
Και όταν λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη, σημαίνει ότι ο Θεός είναι καλός, στοργικός, αγαθός και προς εκείνους που Τον παρακούνε και Τον αγνοούν. Αυτό θα πει αγάπη. Να αγαπάς τον άλλον όπως είναι και όχι όπως τον θέλεις. Αγάπη και ελευθερία πάνε μαζί, είναι αχώριστα, γιατί είναι βασικά γνωρίσματα του Θεού και κατ' επέκτασιν του ανθρώπου, τον οποίον ο Θεός έπλασε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν Του. Έτσι, όταν ο άνθρωπος κάνει κατάχρηση της ελευθερίας του και περιφρονεί, βρίζει και αποστρέφεται τον Θεό, τον ίδιο τον Δημιουργό του, ο Θεός και τότε δεν αίρει την αγάπη Του από αυτόν, δεν ανταποδίδει κακό στο κακό. Και αυτό, γιατί ο Θεός δεν μπορεί να ανακαλέσει τον εαυτό Του. Οι «τιμωρίες» (δοκιμασίες) που μας βρίσκουν στη ζωή είναι μέσα αγάπης για διόρθωση, εφ' όσον κάτι μπορεί να διορθωθεί και να θεραπευθεί σε αυτήν τη ζωή.
Το πρόβλημά μας λοιπόν, δεν θα έπρεπε να είναι, πού βρίσκεται ο Θεός ή τι κάνει ο Θεός, αλλά τι κάνουμε εμείς. Πόσο εμείς μπορούμε να αγαπήσουμε, άρα να αποδεχθούμε και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Εξ άλλου η αγάπη του Θεού είναι δεδομένη και γνωστή αφού, «ο Θεός τόσο πολύ αγάπησε τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στον θάνατο τον μονογενή Του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ' αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνιον» (Ιω. γ' 16). Και ο Υιός Του δεν είναι άλλος από τον Θεάνθρωπον Ιησού Χριστόν [...]
Πέτρος Πρωτοπαπάς
περιοδικό Φοιτητικό κλικ, Δεκέμβριος 2005, σ. 56
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου