Ακούσαμε [...] να διαβάζεται ο λόγος εκείνος του μακάριου Δαυίδ που λέει: «Με υπομονή περίμενα τη βοήθεια του Κυρίου και Εκείνος έδωσε προσοχή σ' εμένα και άκουσε τη δέηση και την παράκλησή μου» (Ψαλμ. λθ' 1).
Αποδείχθηκε δηλαδή για μας πως είναι μεγάλο τρόπαιο η υπομονή. [...]
Δες και τον μακάριο Ιώβ, τον αγωνιστή της οικουμένης, εκείνον που πάλεψε και σύντριψε τη δύναμη του διαβόλου. Πόσο αγωνίσθηκε εναντίον του ο διάβολος, αλλά δεν κατάφερε να καταβάλει τον αθλητή. Άδειασε το σακκούλι με τα όπλα του, έβαλε όλες τις παγίδες του σε ενέργεια, αλλά δεν μπόρεσε να βουλιάξει το πλεούμενο. Έσπασε τα κλαδιά του δέντρου, αλλά δεν μπόρεσε να το ξεριζώσει. Σήκωσε τρικυμίες, αλλά δεν στάθηκε αδύνατον να κουνήσει τον βράχο.
Είδες πόση υπομονή είχε ο δίκαιος αυτός; Είδες αθλήματα που έκανε αυτός ο αγωνιστής; Είδες ακλόνητο βράχο; Είδες στρατιώτη έτοιμο για μάχη; Είδες πύργο γερά θεμελιωμένο; Είδες πώς δοξάσθηκε ο δίκαιος και έφυγε σαν δραπέτης, ντροπιασμένος ο διάβολος;
Πρόσεξε και το αποκορύφωμα της υπομονής του. Μετά την κλοπή των βοδιών του, είδε τον αφανισμό των προβάτων, το γκρέμισμα του σπιτιού, τη συμφορά της θανής των παιδιών του. Γιατί εκείνα που είχαν ένα-ένα έλθει στον κόσμο σε διαφορετικά χρόνια, έφυγαν με μιας από τη ζωή, την ίδια στιγμή. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά έρχεται και η γυναίκα του και του λέει:
«Μέχρι ποιου σημείου θα φθάσει η υπομονή σου ώστε να λες, "να, ακόμα λίγο θα περιμένω την ελπίδα της σωτηρίας μου"; Δεν χάθηκε πια καθετί που να θυμίζει την ύπαρξή σου πάνω στη γη; Τα αγόρια και τα κορίτσια -οι ωδίνες και οι πόνοι της κοιλιάς μου, για τα οποία μάταια κόπιασα με χίλιους μόχθους να τα αναθρέχω- δεν ζουν πια. Και συ ο ίδιος κάθεσαι μέσα στη σαπίλα των σκουληκιών και περνάς τις νύχτες σου έξω στο ύπαιθρο. Και εγώ κατάντησα να γυρίζω από τόπο σε τόπο και από σπίτι σε σπίτι και να ζητιανεύω, ζητώντας την ελεημοσύνη του κόσμου και περιμένοντας πότε θα βραδιάσει, για να ξεκουρασθώ από τους βαρείς κόπους μου και από τους πόνους που με ζώνουν. Βλασφήμησε επιτέλους τον Θεό, που τόσο σκληρά σε τιμωρεί και δώσε ύστερα τέλος στη βασανισμένη και ανυπόφορη ζωή σου.»
Ο Ιώβ όμως, αφού την κοίταξε αποδοκιμαστικά, της είπε:
«Γιατί μίλησες σαν εκείνες τις άμυαλες και απερίσκεπτες γυναίκες; Εάν δεχθήκαμε από το χέρι του Κυρίου ευχαρίστως τόσα αγαθά, δεν θα υποφέρουμε και τα θλιβερά και δυσάρεστα, τα οποία Εκείνος παραχωρεί να μας βρίσκουν;» (Ιώβ β' 9-10)
Είδες πέλαγος υπομονής; Είδες σταθερή διδασκαλία; Δεν του λύγισε η συμφορά την υπομονή, αλλά, ενώ τον βρήκαν τόσα δεινά, σαν κύματα ωκεανού που έσπαγαν το ένα πίσω από το άλλο, το πλεούμενο της ύπαρξής του δεν βυθίσθηκε. Είδες του δικαίου ανθρώπου την υπομονή; Είδες στεφάνι που πλέχθηκε για να αμειφθεί αυτή η υπομονή;
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Πηγή πρωτοτύπου: P.G. 60, 729-736
Πηγή: Αλγηδών η αγιοτόκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες, εκδ. «Ετοιμασία», Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέας, 2010, σ. 70-73
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου