Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Εκκλησία και Φεμινισμός


Στην εποχή μας, γίνεται συχνά λόγος για το φεμινιστικό κίνημα, στη βάση του κοινωνικοπολιτικό, που κύριο στόχο έχει την ισότητα αντρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, όπου πολλές φορές υποτιμάται η γυναίκα ή δεν υφίσταται. Αναμφισβήτητα, τις τελευταίες δεκαετίες, η παρουσία της γυναίκας είναι έντονη και η δραστηριότητα της έχει επεκταθεί σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Είναι φορέας πολλών κοινωνικών ρόλων, πολλές φορές και αλληλοσυγκρουόμενων. Έχει ξεφύγει από τα στενά όρια του νοικοκυριού και διακρίνεται στον επαγγελματικό στίβο και ακόμη στα θεωρούμενα αντρικά επαγγέλματα. Ανταποκρίνεται με επιτυχία στον πρωταρχικό της ρόλο, σαν μητέρα και σύζυγος και ανταπεξέρχεται στις προσαυξημένες απαιτήσεις που τις επιβάλλουν οι αλληλοσυγκρουόμενοι αυτοί ρόλοι. Είναι γεγονός πως η γυναίκα για να μπορέσει να καταξιωθεί κοινωνικά, πέρασε από ένα στάδιο συνεχών αγώνων. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό στις μέρες μας έχει πάρει ευρύτερες διαστάσεις όσον αφορά το θρησκευτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα το φεμινιστικό κίνημα καθ’ αυτό να είναι η αφορμή για τη γένεση της Φεμινιστικής Θεολογίας. Μαζί με την αλλαγή του ρόλου της γυναίκας στην ευρύτερη κοινωνία της Δύσης, υφίσταται ποικίλες αλλαγές και ο ρόλος της γυναίκας στην Δυτική Εκκλησία.

Η Φεμινιστική Θεολογία ως μια θεολογία γυναικών με φεμινιστικές τάσεις, διακρίνει τις πατριαρχικές δομές στην κοινωνία και στην Εκκλησία. Οι γυναίκες αυτές ασκούν κριτική σε κάθε μορφή θεσμικής συμβίωσης και προσπαθούν να ξεπεράσουν με έμπρακτη αντιπαράθεση. Γενικά θα λέγαμε ότι στη Φεμινιστική Θεολογία η γυναίκα βρίσκεται στο επίκεντρο και καταγράφονται εμπειρίες ζωής, καταπίεσης, παραγκωνισμού, περιθωριοποίησης αλλά και φαινόμενα επιτυχημένης ζωής και απελευθέρωσης. Με άλλα λόγια, η Φεμινιστική Θεολογία, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη Δύση, δεν είναι μια συμπλήρωση της παραδοσιακής θεολογίας, αλλά μια εντελώς νέα αντίληψη για τη θεολογία. Ο φεμινισμός δηλαδή δεν πρόκειται για μια απλή αναζήτηση των ίσων δικαιωμάτων σε μια πατριαρχικά δομημένη Εκκλησία αλλά θεωρείται η τελευταία «κρίση» του Χριστιανισμού, όπου όχι μόνο γίνεται μια προσπάθεια ανάκτησης ίσων δικαιωμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Εκκλησία, αλλά πολύ περισσότερο η αμφισβήτηση της παραδοσιακής κατανόησης του Θεού και της ανδρικής φύσης του Χριστιανισμού. Πρόκειται επομένως για μια εις βάθος αναθεώρηση των πραγμάτων και των εννοιών, ακόμη και αυτής της ίδιας της ιστορίας. Η Φεμινιστική Θεολογία ασκεί κριτική και στρέφεται ενάντια σε ένα Θεό ο οποίος έχει μόνο ανδρικά χαρακτηριστικά, προσπαθώντας να ανακαλύψει θηλυκά και μητρικά χαρακτηριστικά στη βιβλική εικόνα του Θεού, έτσι ώστε οι γυναίκες να μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο «κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού».

Σε όλα αυτά βέβαια η Ορθόδοξη Εκκλησία καταθέτει τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας και χωρίς ν’ ασκεί μια αρνητική κριτική γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης της Φεμινιστικής Θεολογίας. Όπως γράφει και ο Αλέξανδρος Σμέμαν, το ζήτημα των γυναικών, αντί να γίνει εμπόδιο ή και ακόμα μια τελειωτική διαίρεση μεταξύ των Χριστιανών και αιτία τερματισμού κάθε διαλόγου, θα θέλαμε να δώσουμε την ευκαιρία στην ορθόδοξη Ανατολική παράδοση να καταθέσει τη δική της μαρτυρία, μιας Εκκλησίας όπου έχουν τον πρώτο λόγο: όχι η αυστηρή όψη ενός Θεού κριτή και τιμωρού λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά ενός Θεού της αγάπης και της φιλανθρωπίας, ο οποίος αγαπά τον άνθρωπο και συγκαταβαίνει στον αμαρτωλό, όχι ένας Θεός εξουσιαστής, αλλά ένας Θεός, ο οποίος δέχεται τη συνεργασία του ανθρώπου με τη μετοχή του στην αγιαστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, κάτι που διαφέρει κατά πολύ από την περί δικαιώσεως δυτική παράδοση, όχι ένας Θεός στατικός με προκαθορισμένες θέσεις, αλλά μια συνεχής γέννηση και ενσάρκωση του Χριστού ανάμεσά μας, με τον αγιασμό όλης της ύλης, όλης της φύσης, όλου του ανθρώπου, χωρίς να τα θεωρεί κακά προς αποφυγή, όχι ένας Θεός υπερβατικός ως προς τον κόσμο και τον άνθρωπο, δηλαδή ένας κακός Θεός Δημιουργός και ένας καλός Θεός Πατέρας του Ιησού Χριστού, αλλά ένας Θεός Τριαδικός, ένας στην ουσία αλλά ο οποίος ενεργεί στον κόσμο μέσω των ενεργειών Του.

"Κατώτερη είναι η γυναίκα του άνδρα και μόνο υπακούοντας του μπορεί να γίνει καλή και ενάρετη". Αυτό, καθώς και άλλα πολλά αναφέρονται στο Κοράνι, το ιερό βιβλίο του Ισλάμ. Είναι γεγονός ότι και το Κοράνι, κάνει διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εις βάρος των τελευταίων. Στον μουσουλμανικό χώρο οι γυναίκες παραμένουν στο περιθώριο και συνεχίζουν να είναι θύματα διακρίσεων. Οι διακρίσεις που αναφέρονται στο Κοράνι, εφαρμόζονται με μεγάλο ζήλο στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες, πράγμα που εξηγεί το ότι οι γυναίκες θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Αντίθετα, υπέρ του Φεμινισμού τάσσεται η Εκκλησία μας αν αναλογιστούμε ότι ο ίδιος ο Χριστός όχι μόνο συναναστράφηκε με γυναίκες – συχνά μάλιστα αμαρτωλές – και τις δέχτηκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών Του, πράξεις αδιανόητες για το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής Του, αλλά έδειξε ιδιαίτερη αγάπη και κατανόηση για τη γυναίκα, υπερασπιζόμενος την αξία και την αξιοπρέπεια της, στηλιτεύοντας τη σκληροκαρδία και την αδικία των ευσεβών Ιουδαίων της εποχής Του απέναντι της γυναίκας. Ο χωρισμός της ανθρώπινης φύσης σε αρσενικό και θηλυκό είναι σύμφωνος με τη Θεία Πρόνοια και Σοφία. Ο άντρας και η γυναίκα δημιουργούνται ως ισότιμες προσωπικότητες που προορίζονται σε αλληλοσυμπλήρωση και θέωση. Ο Χριστιανισμός πρώτος καθιέρωσε την ισότητα και μάλιστα, κορυφαίοι εκπρόσωποι της χριστιανικής παράδοσης, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν δίστασαν να καταγγείλουν τους άδικους νόμους εις βάρος της γυναίκας: «άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες, δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία […] Ου δέχομαι τούτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν.»

Στην εν Χριστώ πραγματικότητα που βιώνει και κηρύττει η Εκκλησία μας, δεν υπάρχει χώρος για κανενός είδους διαχωρισμό, διαίρεση ή ανισότητα. Σύμφωνα μάλιστα με την επιστολή προς Κολοσσαείς του Αποστόλου Παύλου όπου λαμβάνει χώραν η εσχατολογική πραγματοποίηση του μυστηρίου της ενότητας, είναι αδιανόητη η οποιαδήποτε διάσπαση, ο οποιοσδήποτε τεμαχισμός της εν Χριστώ ενότητας: «ουκ ενι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην ουκ ενι δούλος ουδε ελεύθερος, ουκ ενι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ υμεις εις εστε εν Χριστω Ιησου». Η νέα αυτή ενότητα κατά τον Παύλο δεν υπάρχει από τη φύση αλλά δίδεται απ’ τον Χριστό κατά χάρη. Η φυσική και εμπειρική κατάσταση της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από διαιρέσεις και εχθρότητες, ενώ η κατάργηση των διαιρέσεων, η ενότητα και η ειρήνευση, πραγματοποιούνται μέσα στην Εκκλησία, όπου ο πιστός αντιμετωπίζει τον άλλο άνθρωπο όχι σαν Ιούδα ή εθνικό, σαν μορφωμένο ή αμόρφωτο, σαν δούλο ή ελεύθερο, σαν άνδρα ή γυναίκα, αλλά σαν μέλος του σώματος του Χριστού, αφού μέσα σ’ αυτό το σώμα μόνος Κύριος είναι ο Χριστός: «τα πάντα και εν πασι Χριστός».

Μέσα σ’ αυτόν τον ανακαινισμένο κόσμο ζει και διακονεί η χριστιανή γυναίκα και αγωνίζεται τόσο για τη δική της τελείωση όσο και για την τελείωση του κόσμου.Ο ρόλος της σήμερα είναι να ζήσει την τιμή και την ευλογία που της χαρίζει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία και να φανερώσει στη γυναίκα του σύγχρονου κόσμου τη θέση και τη δόξα στην οποία την προσκαλεί ο Χριστός.

Η ισότητα των δύο φύλων προϋποθέτει άρση των παρεξηγήσεων και αμοιβαία αναγνώριση της ιερότητας τους. Για τον Παύλο Ευδοκίμωφ «το θηλυκό και το ανδρικό στοιχείο είναι συμπληρωματικά στον άνθρωπο. Η χάρη του Χριστού ανακεφαλαιώνει και ενώνει σε μια πληρότητα εν Θεω το θηλυκό και ανδρικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Υφίσταται μια μυστική αναλογία ανάμεσα στο ανδρικό στοιχείο και τον Λόγο του Θεού από τη μια και στο γυναικείο και το Πνεύμα από την άλλη που ενσαρκώνει, εμπνέει και παρακαλεί».

Η ισοτιμία των δύο φύλων προϋποθέτει άρση των παρεξηγήσεων και αμοιβαία αναγνώριση της ιερότητάς τους: «η ζωή δεν είναι ένα βουνό, στην κορυφή του οποίου θα ανεβούν οι άντρες από τη μια πλευρά και οι γυναίκες από την άλλη, αλλά και οι δύο μαζί θα ξεκινήσουν και θα φθάσουν συγχρόνως για ν’ απολαύσουν τη συντροφιά τους επάνω στην κορυφή».

Κλείνοντας, αξίζει ν’ αναφερθεί ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η γυναικεία παρουσία ενδυναμώνεται μέσα από την πλειάδα των Αγίων Γυναικών, Οσίων, Ισαποστόλων, Μαρτύρων, Οσιομαρτύρων, Μεγαλομαρτύρων, οι οποίες με κορυφή την Παναγία τη Μητέρα του Χριστού και Υιού του Θεού έχουν ιδιαίτερη θέση στην Αγιογραφία και Υμνογραφία της Εκκλησίας, αλλά και άφησαν το δικό τους στίγμα στην Ορθόδοξη Θεολογία. Δίπλα στους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν και οι Μητέρες, οι οποίες είναι γυναίκες της ερήμου, μοναχές ή και συχνά μητέρες και συγγενείς μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας όπως η Εμμέλεια, η Μακρίνα, μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, η Νόννα και η Γοργονία μητέρα και αδελφή του Γρηγορίου του Θεολόγου καθώς και η Ανθούσα, μητέρα του Ιερού Χρυσοστόμου.

Πηγή: περιοδ. Καθ’ οδόν, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, τευχ. 18, 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...