Ο Άγιος Γερμανός ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σ' ένα λόγο του περί μετανοίας γράφει ότι ένας χριστιανός νικημένος από τον δαίμονα της πορνείας, έπεφτε κάθε μέρα στην αμαρτία και κάθε μέρα πάλι μετανοούσε με δάκρυα και προσευχές, λέγοντας: «Κύριε, ελέησόν με, και πάρε μου αυτόν τον πειρασμό, γιατί νικιέμαι από την ηδονή, και δεν έχω πρόσωπο να κοιτάξω την άχραντη εικόνα σου και να δω το γλυκύτατό σου πρόσωπο και να χαρώ.» Και βγαίνοντας από την εκκλησία πάλι έπεφτε στην αμαρτία· όμως δεν απελπιζόταν, αλλά έτρεχε πάλι στην εκκλησία μετανοιωμένος. Και αυτό το έκανε για πολλά χρόνια, πάνω από δέκα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός μακροθυμούσε ζητώντας τη μετάνοιά του.
Μια μέρα λοιπόν, αφού έπραξε πάλι την αμαρτία, πήγε τρέχοντας στην εκκλησία, έπεσε στο έδαφος και αναστενάζοντας από τα βάθη της καρδιάς του, θρηνούσε και οδυρόταν, βιάζοντας τα σπάγχνα του πανάγαθου Θεού, για να τον λυπηθεί και να του δώσει βοήθεια, ώστε να λυτρωθεί από τον βούρκο της αμαρτίας. Βλέποντας δε ο διάβολος ότι νικιέται απ' αυτόν με τη μετάνοια, αυθαδίασεν ο μιαρός και φάνηκε οφθαλμοφανώς μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας και στρέφοντας πίσω το πρόσωπό του, φώναζε και έλεγε: «Ω βία! Γιατί με κατατρέχεις έτσι Ιησού, Υιέ του Θεού; Η αμέτρητη συμπάθειά σου με νικάει. Γιατί δέχεσαι αυτόν τον πόρνο και ακάθαρτο, ο οποίος ψεύδεται σε σένα κάθε μέρα και σε περιφρονεί; Γιατί δεν τον καις με την αστραπή σου, αλλά μακροθυμείς και τον περιμένεις; Δεν είσαι λοιπόν δίκαιος, αλλά όπου θέλεις κρίνεις άδικα και παραβλέπεις τις αμαρτίες. Εμένα, για τη μικρή παράβαση της υπερηφανείας, με γκρέμισες από τον ουρανό και δεν με λυπήθηκες καθόλου. Και αυτός που είναι ψεύτης και πόρνος, επειδή θρηνεί μπροστά σου τον συμπαθείς και τον ακούς για να τον ελεήσεις; Γιατί λοιπόν ονομάζεσαι δίκαιος; Αφού βλέπω δέχεσαι και συ πρόσωπα και από την πολλή σου αγάπη παραβλέπεις το δίκαιο.» Και λέγοντας αυτά με πολλή πικρία έβγαζε από τους μυκτήρες του φλόγες.
Αμέσως τότε έρχεται φωνή από το άγιο βήμα που έλεγε: «Δράκοντα πονηρέ και ολέθριε, δεν χόρτασες που κατάπιες όλο τον κόσμο, αλλά τρέχεις να αρπάξεις και να καταπιείς και αυτόν που πρόσπεσε στο άπειρο έλεός μου. Έχεις εσύ να δείξεις τόσα αμαρτήματά του, ώστε να ισοζυγιάσουν με το αίμα μου που έχυσα για τη σωτηρία των αμαρτωλών; Η σφαγή μου και ο θάνατός μου συγχώρησε τις αμαρτίες του. Γιατί εσύ όταν έρχεσαι με την αμαρτία, δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά, ελπίζοντας να τον κερδίσεις; Και εγώ που είμαι ελεήμων και αγαθός, και πρόσταξα τον Απόστολό μου Πέτρο να συγχωρεί τον αδελφό του εβδομηκοντάκις επτά φορές, άπειρες δηλαδή, να μην τον συγχωρήσω; Ναι, θα τον συγχωρήσω και επειδή προστρέχει σε μένα δεν θα τον αποστραφώ, μέχρι να τον κερδίσω· γιατί εγώ σταυρώθηκα για τους αμαρτωλούς και άπλωσα τα χέρια μου στον σταυρό, για να καταφύγει σε μένα όποιος θέλει και να σωθεί. Κανένα δεν διώχνω από την αγαθότητά μου, κι αν ακόμη χιλιάδες φορές την ημέρα έρχεται σε μένα και πάλι φεύγει· γιατί δεν ήλθα στον κόσμο για να καλέσω τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.»
Ο δε διάβολος στεκόταν τρέμοντας δίχως να μπορεί να φύγει. Έπειτα έρχεται δεύτερη φωνή που έλεγε: «Άκουσε, πλάνε και εχθρέ της αληθείας, γι' αυτό που με κατηγορείς· αφού είμαι δίκαιος, όπως θα βρω τον άνθρωπο, έτσι τον κρίνω. Και επειδή βρήκα αυτόν που προσπίπτει τώρα μπροστά μου με μετάνοια και εξομολόγηση και ζητεί από μένα το έλεος, γι' αυτό θα πάρω τώρα την ψυχή του και θα τη στεφανώσω, όπως ενός αγίου· διότι τόσα χρόνια υπέμενε ελπίζοντας στην αγαθότητά μου και δεν απελπίστηκε για τη σωτηρία του. Συ δε ταλαίπωρε, δες με πόση τιμή θα αξιωθεί η ψυχή αυτή.»
Ο αδελφός, λοιπόν, όντας πεσμένος στο έδαφος του ναού μπροστά στην αγία εικόνα του Σωτήρος Χριστού, θρηνών και οδυρόμενος παρέδωσε το πνεύμα. Και αμέσως ήλθαν πλήθος αγίων αγγέλων και πήραν την ψυχή του με πολλή δόξα και αγαλλίαση και την έφεραν σε τόπο ανέσεως. Έπειτα ήλθε οργή Θεού και σαν φλόγα έπεσε πάνω στον σατανά.
Πηγή: Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Νέον Εκλόγιον
Αντιγραφή από το: Αρχιμ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Επιστροφή: Μετάνοια και εξομολόγηση, επιστροφή στον Θεό και στην Εκκλησία Του, εκδ. Ακρίτας, 2007, σ. 72-75.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου