«Δέσποινα
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
...
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ' στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ' αφήσεις...»
«...Α! δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα...» (Κ. Παλαμάς)
Αναμφισβήτητα για κάθε Χριστιανό το σημαντικότερο πρόσωπο μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, μετά το Χριστό, είναι η μητέρα Του, η Θεοτόκος Μαρία. Είναι, όπως την ονομάζουν οι άγιοι Πατέρες μας, το μεθόριο μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσης. Είναι άνθρωπος σαν και εμάς. Γεννήθηκε όπως όλοι οι άνθρωποι με φυσικό τρόπο. Όμως, της δόθηκε το μοναδικό προνόμιο να γίνει και μητέρα του Θεού, αφού ο άνθρωπος τον οποίο γέννησε «ασπόρως» δεν έχει κτιστή υπόσταση. Είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, Θεός αληθινός, ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα, ως προς τη θεότητα, όπως είναι ομοούσιος με τη μητέρα Του την Παναγία, ως προς την ανθρωπότητα, η οποία δεν έχει δική της υπόσταση.
Η γέννηση της Παναγίας δεν ήταν μόνο «φύσεως τόκος» λέγει ο [άγιος] Νικόλαος Καβάσιλας, αλλά και καρπός της ενάρετης ζωής και της προσευχής των γονέων της. Η ενάρετη ζωή και προσευχή των γονέων της είχαν σαν αποτέλεσμα, η δημιουργία της Παναγίας να μην είναι μόνο εκ του σαρκικού θελήματος των γονέων της αλλά και εκ Πνεύματος Αγίου.
Η Παναγία αξιοποιώντας μόνο τα κοινά γνωρίσματα του «κατ' εικόνα», φανέρωσε τον αληθινό άνθρωπο καθαρό και ακέραιο, όπως είχε δημιουργηθεί από τα χέρια του Θεού. Η Παναγία είναι εκείνος ο άνθρωπος, που ενώ μπορούσε ν' αμαρτήσει, εν τούτοις δεν αμάρτησε και με τη δική της δύναμη, ζέση και προθυμία παρέμεινε αναμάρτητη. Αυτή την ψυχική ομορφιά και αγνότητα εκτίμησε ο πλάστης μας, ο οποίος θελχθείς από την αγιότητά της ήρθε και σκήνωσε σ' αυτήν.
Συνεπώς η έλευση του Αγίου Πνεύματος δε σημαίνει κάθαρση της Παναγίας, αλλά προσθήκη χαρισμάτων, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους που δεν έχουν καμία σχέση με την αμαρτία. Η Παναγία απλώς μετά την έλευση του Αγίου Πνεύματος έμεινε αμετακίνητη στο αγαθό, όπως οι άγγελοι μετά την ελεύθερη εκλογή της αρετής έμειναν σταθεροί στο καλό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σε ομιλία του για τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου, λέει χαρακτηριστικά ανακεφαλαιώνοντας την πατερική σκέψη πάνω στο θέμα αυτό: «Η καθαρά καθαίρεται και η αγία αγιάζεται έτι μείζονα αγιασμόν της».
Η Παναγία, πριν φανερώσει το Θεό σωματικά στον κόσμο, τον αποτύπωσε και τον απεικόνισε πρώτα με τα ίδια της έργα, πάνω στον εαυτό της.
Γι' αυτό ο Θεός την έκανε ναό και μητέρα του. Σκήνωσε και στην ψυχή και στο σώμα της. Η Παναγία ήταν ιερότερη από το θυσιαστήριο του ναού του Σολομώντος. Γι' αυτό το σώμα της δεν το επισκίαζαν άγγελοι, αλλά ο ίδιος ο Θεός. «Δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι». Το αίμα της δεν δέχθηκε το θυσιαστήριο, αλλά το πήρε ο ίδιος ο Θεός. Το αίμα της έγινε αίμα Θεού.
Πρώτη απ' όλες τις αρετές της, η ταπείνωση, προσείλκυσε το Θεό. Αυτή έγινε η πύλη της σωτηρίας. Αυτή σώζει και κάθε άνθρωπο, γιατί μέσα της υπάρχει η αλήθεια της φύσης μας. Η φυσική μας κατάσταση απέναντι στο Θεό είναι η ταπείνωση. Η βαθιά γνώση της ευτέλειας, της φθαρτότητας και θνητότητας της ανθρώπινης φύσης. Αυτή την ταπείνωση είχε η Θεοτόκος. Σε αυτήν επέβλεπε ο Θεός και επισκέφθηκε «διά των πυλών της» το ανθρώπινο γένος. Η Παναγία σε όλο της το βίο, παρά τις μεγάλες και μοναδικές ευλογίες που έλαβε από το Θεό, όπως ο Ευαγγελισμός, η υπερφυσική γέννηση του υιού της, τα θαύματα του Χριστού και η δοξολογία του από το λαό, αλλά και η ένδοξη ανάστασή του, δεν οδηγήθηκε ποτέ σε καμιά καυχησιολογία και αυτοδιαφήμιση. Ήταν και παρέμεινε ταπεινή. Όσο περισσότερο υψωνόταν τόσο βαθύτερα ταπεινωνόταν. Ήταν πραγματικά η συνεχώς ταπεινοφρονούσα κόρη αλλά και η υπομένουσα μάνα.
Διδάσκουν οι Πατέρες της εκκλησίας ότι μέχρι την εποχή εκείνη η καθαρότητα, η αγνότητα ήταν δική της κατάκτηση, δικό της έργο, δική της συνεργία. Τώρα έρχεται το Άγιο Πνεύμα και ολοκληρώνει αυτή την κάθαρση και ολοκληρώνει αυτή την αγνότητα. Αφαιρεί τον προπατορικό ρύπο, γιατί από εκεί μέσα επρόκειτο να γεννηθεί ο Θεός, ως επιβράβευση της υπακοής, της αγνότητας και της καθαρότητας. «Η Παναγία υπήρξε υπερτέρα όχι μόνον από κάθε μολυσμό της σάρκας, αλλά ανωτέρα και από κάθε μολυσμό της σάρκας, αλλά ανωτέρα και από κάθε μολυσμένο λογισμό», μας θυμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Δεν υπήρξε απλώς μια παρθένος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι η Παρθένος, η άσπιλη και αμόλυντη και άχραντη μέχρι του σημείου, ώστε παρθένος και Παναγία, αγνότητα και Παναγία να είναι ταυτόσημες λέξεις!
Ας υπογραμμισθεί και η πίστη της Παναγίας, μια πίστη δυνατή, φλογερή, πηγαία, ανεξάντλητη. Μία πίστη, που ξεχυνόταν από μέσα της σαν άνθος, σαν γάργαρο νερό, σαν θεία μοσχοβολιά. Ήταν πίστη με ρίζες βαθιές, που διακλαδιζόταν σε κάθε της σκέψη και κάθε της πράξη. Ήταν παραδομένη τελείως στο Θεό και ζούσε για το Θεό και την άλλη ζωή.
Η άσκηση της Παναγίας ξεπέρασε τα ανθρώπινα μέτρα. Ήταν «υπερφυής», γιατί τίποτα δεν εμπόδιζε το διαρκή προσανατολισμό του νου της από τον Θεό. Αν και ζούσε μέσα στον «κατακλυσμό της κακίας», παρέμεινε ανεπηρέαστη από κάθε μολυσμό της αμαρτίας, απροσπέλαστη από κάθε αρνητική επιρροή και ούτε καν αισθάνθηκε την κακία που κατέκλυζε τη γη. Ήταν ξένη προς όλα εκείνα, που θα μπορούσαν να νοθεύσουν την καθαρότητα του νου της. Με τον τρόπο αυτό διατήρησε τη σκέψη της «άσυλη» και ιερή σαν να ζούσε μέσα στην «αρχαία εστία» του Παραδείσου, όπου καμιά αμαρτία δεν έχει συντελεστεί ακόμη από κανέναν άνθρωπο. Ο νους της Παναγίας ήταν σταθερά προσηλωμένος στον Θεό, όμοιος με φτερούγισμα που δε δείλιαζε μπρος σε κανένα ύψος, ξεπερνώντας και αυτό το πέταγμα των Αγγέλων. Αυτή η ολοκληρωτική αφοσίωση του νου της στο Θεό, είχε ως αποτέλεσμα και κάθε επιθυμία της ψυχής της να είναι στραμμένη προς Αυτόν, τον μόνον Εφετόν. Ο θείος έρωτάς της επισκίασε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής της, γι' αυτό όταν ο Θεός θέλησε να κατεβεί στη γη, καμιά αμαρτία δεν Τον εμπόδισε να εισέλθει και να σκηνώσει σ' αυτήν, τη μόνη αγνή και καθαρή.
Γι' αυτό η Παναγία είναι πρότυπο των μοναχών και τη σέβονται τόσο πολύ οι μοναχοί, διότι από παιδί έγινε μοναχή, ασκήτρια και ησυχάστρια. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια ήταν μέσα στον ναό συντροφιά μόνο με ιερείς, με την προσευχή, με τους ύμνους, με τις σκέψεις και τις επιθυμίες της στραμμένες στο Θεό και μακριά από τον κόσμο.
Παρόλο που αυτές οι αρετές -ταπείνωση, αγνότητα, πίστη, υπακοή, προσευχή- είναι μεγάλες και θαυμαστές, υπάρχει ακόμα μια αρετή που ίσως την ξεχνάμε, ενώ είναι πολύ σημαντική και ασυνήθιστη στους σημερινούς ανθρώπους και μάλιστα στο γυναικείο φύλο, η σιωπή της Παναγίας. Σπάνια μιλούσε και ήταν απαλλαγμένη από κάθε ματαιοδοξία και διαφήμιση. Σε κανένα δεν είπε τίποτα· ούτε στον Ιωσήφ. Δε φαίνεται πουθενά στην Αγία Γραφή να προσπαθεί να δικαιολογηθεί για την εγκυμοσύνη της. Ποιος θα την πίστευε εξάλλου; Αναθέτει τα πάντα στο Θεό και την πρόνοιά Του. Ο Θεός που την προόρισε για Θεοτόκο, ο Θεός θα οικονομούσε γι' αυτήν.
Λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Στο πρόσωπο της Παναγίας ο Θεός ζωγράφισε μια εικόνα, έκανε ένα πίνακα, επάνω στον οποίο ζωγράφισε ό,τι ωραιότερο υπήρχε, όποια αρετή υπάρχει, όποια καλοσύνη υπάρχει, όποιο κάλλος πνευματικό και υλικό υπάρχει, γιατί και σωματικά η Παναγία ήταν σεμνή και όμορφη. Όλα τα κάλλη, πνευματικά και σωματικά ζωγράφισε ο Θεός στο πρόσωπο της Παναγίας. Η Παναγία διέσωσε το «κατ' εικόνα» του ανθρώπου, είναι η πραγματική εικόνα του ανθρώπου. Και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης επίσης λέει, ότι αν συνέβαινε ποτέ τα εννέα τάγματα των Αγγέλων να επαναστατήσουν και να γκρεμισθούν από τον ουρανό και να γίνουν δαίμονες, αν συνέβαινε όλοι οι άνθρωποι να γίνουν κακοί, και αν συνέβαινε να επαναστατήσει ολόκληρη η κτίσις, ο ουρανός, η γη και τα αστέρια, όλα αυτά, λέει, αν συνέβαιναν, αρκούσε η αγιότητα της Παναγίας μας για να είναι ευχαριστημένος ο Θεός. Όλα ας ελλείπουν, φτάνει μόνο η αγιότητα της Παναγίας μας, για το Θεό.
Αυτή λοιπόν την αγιότητα της Παναγίας μας, μπορούμε και εμείς να τη μιμηθούμε, αρκεί όχι μόνο να ακούμε αλλά και να πράττουμε το θέλημα του Θεού. «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν».
Α.Κ.
Πηγή: περιοδικό Καθ' οδόν, τεύχ. 35, έκδ. Ι. Μητρ. Λεμεσού, σ. 8-10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου