Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πιό μεγάλη γιορτή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς, τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης τῶν μελῶν της. Δέν εἶναι τυχαῖο πού στήν παράδοση τοῦ λαοῦ μας τόσα πολλά ἤθη καί ἔθιμα ἔχουν συνδεθεῖ μέ τή γιορτή αὐτή. Αὐτό ἀκριβῶς δηλώνει ὅτι τήν ἡμέρα αὐτή ὅλοι μας γιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε. Γιά ποιό λόγο ὅμως πανηγυρίζουμε; Τί σημασία ἔχει γιά τή ζωή μας ἡ γιορτή τοῦ Πάσχα; Εἶναι τό Πάσχα μία συνηθισμένη γιορτή, μία εὐκαιρία ἁπλῶς γιά νά βρεθῶ μέ τούς συγγενεῖς, νά φάω καί νά πιῶ, ἤ μήπως σημαίνει κάτι παραπάνω γιά τόν τρόπο πού ζῶ, πού βλέπω τούς ἀνθρώπους γύρω μου καί ἀντιμετωπίζω γενικά τή ζωή καί τόν θάνατο; Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι τό Πάσχα εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, τό ζητούμενο εἶναι ὅμως πόσοι ἀπό ἐμᾶς αὐτή τήν Ἀνάσταση τή γιορτάζουμε, τή ζοῦμε δηλαδή ὡς γιορτή, ὡς χαρά, πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή μας.
Καταρχάς, εἶναι σημαντικό νά γνωρίζουμε τή σημασία τῆς λέξης Πάσχα. Τό Πάσχα εἶναι ἑβραϊκή λέξη καί σημαίνει διάβαση. Ἡ ἑβραϊκή γιορτή τοῦ Πάσχα ἦταν ἀνάμνηση τῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας ἀπό τόν ἑβραϊκό λαό καί τῆς μετάβασης ἀπό τή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων στήν ἐλευθερία τῆς Γῆς τῆς Ἐπαγγελίας. Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τό Πάσχα ἔφθασε στό τέλος του, πῆρε δηλαδή τό πραγματικό του νόημα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔγινε τό Πάσχα μας [2], ἡ διάβασή μας ἀπό τή δουλεία τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας στήν ἐλευθερία καί στήν ἀληθινή ζωή. Τό καινούργιο νόημα πού πῆρε ἡ λέξη Πάσχα τό ἐκφράζει πολύ ὡραῖα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στήν Καταβασία τῆς Α΄ Ὠδῆς, πού ψάλλεται στόν Ὄρθρο τῆς Ἀνάστασης: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν Λαοί. Πάσχα Κυρίου, Πάσχα· ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν, καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν, Χριστός ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας» [3].
Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ζωῆς καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτή, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά διακηρύττει ὅτι χωρίς τήν Ἀνάσταση θά ἦταν μάταιη καί χωρίς νόημα ἡ πίστη στόν Χριστό [4]. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἱστορία ἑνός καί μοναδικοῦ θαύματος, τοῦ θαύματος τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συνεχίζεται διαρκῶς σέ ὅλες τίς καρδιές τῶν Χριστιανῶν ἀπό μέρα σέ μέρα, ἀπό χρόνο σέ χρόνο, ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία [5].
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ συνανάσταση ὅλης τῆς οἰκουμένης μέ Αὐτόν, ἀφοῦ μέ τήν Ἀνάστασή Του διέλυσε τά δεσμά τοῦ θανάτου [6] . Ὁ διάβολος καί ἡ ἁμαρτία νικήθηκαν μία γιά πάντα καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μέτοχος σ’ αὐτή τή νίκη. Ὅπως τονίζει ἐμφατικά ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: «Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον· ὁ Θεός ὅμως διά τῆς Ἀναστάσεώς Του "καταδικάζει" τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς· διά τάς ὕβρεις τάς εὐλογίας· διά τόν θάνατον τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μίσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν τόν ἐσταύρωσαν· καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, ἀλλ’ ὁ Θεός διά τῆς Ἀναστάσεώς Του κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθανάτους. Ἀνέστη ὁ σταυρωθείς Θεός καί ἀπέκτεινε τόν θάνατον. Ὁ θάνατος οὐκ ἔστι πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τόν ἄνθρωπον καί ὅλους τούς κόσμους του» [7].
Δικαιολογημένα θά διερωτηθεῖ κάποιος: Καλά, πῶς νικήθηκε ὁ θάνατος, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀκόμη ὑποφέρουν καί πεθαίνουν ἀκατάπαυστα; Ὁ θάνατος δέν ἔχει μόνο τή στενή σημασία τῆς βιολογικῆς νέκρωσης τοῦ ὀργανισμοῦ, ὅπως τόν ἀντιλαμβάνεται ἡ σύγχρονη κοινωνία. Θάνατος στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωής [8]· ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ χωρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό προῆλθε καί ὁ βιoλογικός θάνατος. Μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἀποκατέστησε τήν ἑνότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, διαλύοντας τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί ἀνοίγοντας ἔτσι τόν δρόμο καί γιά τή δική μας ἀνασταση [9]. Μέσα στήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ τή ζωή Του καί γεύεται τούς καρπούς τῆς νίκης Του κατά τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Παρά ταῦτα, ὁ βιολογικός θάνατος συνεχίζει νά ὑφίσταται πρόσκαιρα καί θά καταργηθεῖ ἐντελῶς κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡ ἀνακαίνιση καί ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου δέν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καί θά πραγματοποιηθεῖ ὁριστικά καί τελειωτικά μέ τήν ἀνάστασή μας. Τότε, κατά τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, θά κορυφωθεῖ τό θαῦμα τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας τῶν ἀνθρώπων καί τῆς καινότητας τοῦ κόσμου» [10]. Ἐπιπρόσθετα, ὁ βιολογικός θάνατος παραμένει καί γιά παιδαγωγικούς λόγους· ὁ ἄνθρωπος, βλέποντας καί ἐνθυμούμενος τόν θάνατο, ὁδηγεῖται στή μετάνοια καί στήν ἀναζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ [11].
Ἡ ἔνταξη στήν ἐκκλησιαστική ζωή, στήν θεανθρώπινη ζωή τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο σέ πρόσωπο, σέ ὕπαρξη πού δέν ζεῖ ἀτομικά, ἀλλά σέ κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Αὐτή ἡ ἑνότητα ἀποκαταστάθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί πλέον μπορεῖ νά τήν βιώσει ὁ καθένας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ, καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά βγεῖ ἀπό τό ἐγώ του, νά ἀπορρίψει τήν ἀτομικότητά του καί νά γίνει πρόσωπο. Νά ζεῖ μέσα του τόν Χριστό [12] καί ἔτσι νά ζεῖ τήν ἑνότητα μέ ὅλους. Αὐτή τήν ἑνότητα ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀγκάλιαζαν μέ τήν ἀγάπη τους ὅλα τά κτίσματα καί προσεύχονταν καρδιακά ὄχι μόνο γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά καί γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί τῶν ἐχθρῶν τους.
Ἡ βίωση τῆς καθολικῆς ἑνότητας τοῦ κόσμου προϋποθέτει τόν ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδή μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος κατακερματίζει τόν ἑαυτό του, τή ζωή του, τίς σχέσεις του σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά εἶναι πολύ δύσκολο νά βιώσει ἐμπειρικά τήν ἑνότητα τῶν πάντων στόν Θεό, ὅπως ἔχουν δημιουργηθεῖ, γι’ αὐτό ὁ πνευματικός ἀγώνας ξεκινᾶ ἀρχικά ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Γράφει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι, ἐπειδή ἡ ἀρχή τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε μέ τήν ἁμαρτία, κατά ἀντίστοιχο τρόπο, ἡ ἀρχή τῆς ἀνάστασής του γίνεται μέ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία. Τονίζει μάλιστα ὅτι εἶναι πολύ μεγαλύτερο γεγονός γιά τόν ἄνθρωπο νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τό νά δεῖ μέ τά ἴδια του τά μάτια τήν ἀνάσταση ἑνός νεκροῦ [13]. Ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία σημαίνει τήν κάθαρση τῶν αἰσθήσεων [14], τή συσταύρωση μέ τόν Χριστό, ὥστε νά ἀκολουθήσει ἡ συνανάσταση μαζί Του.
Γιορτάζει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος τό Πάσχα, ἀκολουθώντας τόν Χριστό, ζώντας τόν Χριστό, ἀφοῦ αὐτός εἶναι «τό Πάσχα ἡμῶν». Μόνο ἔτσι ἡ γιορτή τοῦ Πάσχα θά φωτίσει τή ζωή μας, τήν καρδιά μας, ὅλη μας τήν ὕπαρξη. Εἶναι ἀδύνατον κάποιος νά ὀνομάζεται Χριστιανός, ἄν δέν ζεῖ τή χαρά αὐτή. Ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης εἶναι ὑπόθεση ὅλης της ἀνθρωπότητας. Ὅπως λέγει καί τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας στόν Κατηχητικό του Λόγο, πού διαβάζεται στήν ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα: «Εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν· καί πρῶτοι καί δεύτεροι, τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε. Ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι, τήν ἡμέραν τιμήσατε. Νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γάρ ἡ κοινή βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ᾅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ· καί τοῦτο προλαβών Ἠσαΐας, ἐβόησεν· ὁ ᾅδης, φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη· καί γάρ κατηργήθη. Ἐπικράνθη· καί γάρ ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη· καί γάρ ἐνεκρώθη. Ἐπικράνθη· καί γάρ καθ ῃρέθη. Ἐπικράνθη· καί γάρ ἐδεσμεύθη. Ἔλαβε σῶμα καί Θεῷ περιέτυχεν· ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῷ. Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν, ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καί σύ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός, καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καί χαίρουσιν Ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι. Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» [15].
Υποσημειώσεις:
1. Α΄ Κορ. ιε΄, 55.
2. Βλ. π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἑορτολόγιο, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα ² 2005, σ. 25.
3. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Καταβασίες Πάσχα, Α΄ Ὠδή, Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1990, σ. 2.
4. Βλ. Α΄ Κορ. ιε΄, 17: «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστέ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν».
5. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μετάφρ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἀθῆναι 1993, σ. 41.
6. Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά μεθυόντων καί εἰς τήν Ἀνάστασιν. Λόγος λεχθείς τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα, PG 50, 438.
7. Ἀρχιμ. Ἰ. Πόποβιτς, ὅ.π., σ. 40.
8. Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Πεντηκοντακέφαλον, Συγγράμματα, τόμος Α΄, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου,
Πάφος 1996, σ. 343 - 344: «Ἔστι γάρ θάνατος ἀθάνατος, ὥσπερ καί ζωή ἀθάνατος· ἀλλ’ ὁ μέν, ὄλεθρος αἰώνιος, ἡ δέ ζωή αἰώνιος. Θάνατος γάρ ἀθάνατος ὁ ἀπό Θεοῦ χωρισμός ἐστι καί λέγεται· ζωή γάρ ὁ Θεός, καί ὁ τοῦτον εὑρών εὗρε τήν ζωήν τήν ὄντως ἀθάνατον· ὁ δέ τούτου ἀποτυχών εὗρε τόν θάνατον τόν ὄντως ἀθάνατον. Θάνατος γάρ ἡ ἁμαρτία, δι’ ἧς τῆς ζωῆς, ἤτοι τοῦ Θεοῦ, ἐκπίπτουσιν ἄνθρωποι· καί θάνατος πάλιν ἄλλος ὁ διάβολος καί ἡ ἀθάνατος κόλασις, καί διά τοῦτο ἀθάνατος, ἤτοι ἀδιάβατος λέγεται».
9. Βλ. π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Πιστεύω. Ἡ βίωση τῆς πίστης Α΄, Ἀθήνα 2003, σ. 155.
10. Νίκου Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 278.
11. Ὅ.π., σ. 281. Βλ. καί Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 39, Διά τήν ἀήθη καί ἀθρόαν τοῦ θανάτου τηνικαῦτα πληγήν, PG 151, 492 CD.
12. Βλ. Γαλ. β΄, 20: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
13. Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά μεθυόντων καί εἰς τήν Ἀνάστασιν…, ὅ.π., PG 50, 439: «Πολύ γάρ μεῖζον ἁμαρτιῶν ἁπαλλαγῆναι, ἤ σῶμα ἰδεῖν ἀνιστάμενον».
14. Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κανόνας Ὄρθρου τοῦ Πάσχα, Γ΄ Ὠδή, Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον, ὅ.π., σ. 2: «Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις, καί ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς ἀναστάσεως, Χριστόν ἑξαστράπτοντα, καί Χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ᾄδοντες».
15. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος εἰς τήν ἁγίαν καί λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καί σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσεως, Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον, ὅ.π., σ. 6. Mετάφραση τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου στήν ἰστοσελίδα http://egolpion.com/katihitikos_xrusostomou.el.aspx [...]
Αντώνη Χαραλάμπους, θεολόγου
Πηγή: περιοδικό Παρέμβαση Εκκλησιαστική, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012, τεύχ. 18ο, έκδ. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, σ. 278-283
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου