Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ προχωρεῖ πρὸς τὸ τέλος της. Καὶ πλέον ἀρχίζουμε νὰ βλέπουμε καθαρότερα αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κύριο σκοπό της: τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ νὰ Τὸν βλέπουμε τώρα μὲ δεμένα τὰ χέρια νὰ βαδίζει πρὸς τοὺς ἄνομους κριτές του καὶ πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.
Εἶναι τὰ χέρια αὐτὰ ποὺ ἐπὶ τρία χρόνια τώρα κινοῦνταν σὲ εὐεργεσία τῶν ἀνθρώπων. Τὰ χέρια ποὺ ἁπλώθηκαν πάνω σὲ μάτια τυφλὰ καὶ τοὺς ἔδωσαν τὸ φῶς τους, σὲ αὐτιὰ καὶ χείλη κλειστὰ καὶ τοὺς χάρισαν τὴν ἀκοὴ καὶ τὴ λαλιά, σὲ μέλη ἄρρωστα καὶ τοὺς δώρισαν τὴ θεραπεία. Τὰ χέρια Ἐκείνου ποὺ καθ’ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς πορεία του «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας» (Πράξ. ι΄ 38). Τὰ χέρια Ἐκείνου ποὺ τότε, στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας, πῆρε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο...
Αὐτὰ τὰ χέρια τὴ στιγμὴ αὐτὴ πάλι ἁπλώνονται· ὄχι τώρα γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν πάλι εὐεργεσία (μόλις λίγο πρὶν εἶχαν κινηθεῖ μὲ λεπτότητα καὶ ἐπιμέλεια γιὰ νὰ θεραπεύσουν τὸ κομμένο αὐτὶ τοῦ δούλου τοῦ ἀρχιερέως), ἀλλά –φοβερό!– γιὰ νὰ ὑποστοῦν δεσμά...
«Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν» (Ἰω. ιη΄ 12). Τὸν ἔδεσαν σφιχτά, γιὰ νὰ μὴν μπορέσει νὰ τοὺς φύγει· ἔτσι τοὺς εἶχε συμβουλεύσει ὁ προδότης μαθητής. Κι ἔτσι δεμένο, Τὸν ὁδήγησαν στὸν Ἄννα τὸν ἀρχιερέα καὶ ἔπειτα στὸν Καϊάφα καὶ στὸν Πιλάτο (βλ. Ἰω. ιη΄ 13, 24· Ματθ. κζ΄ 2).
Ὁ ἄνθρωπος δένει τὸν Θεό του καὶ Τὸν ὁδηγεῖ ὑπόδικο, ἐξευτελισμένο, σὲ δίκη, σὲ τιμωρία! Τί φρικτὸ ἐγχείρημα!
Ὁ Θεὸς δέχεται νὰ δεθεῖ ἀπὸ τὸ πλάσμα του καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ αὐτὸ στὸ θάνατο! Τί μέγεθος συγκαταβάσεως!
Καὶ γιατί δέθηκε; Δέθηκε, διότι, ὅπως μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ὡσηὲ εἶχε ὁ Ἴδιος διαβεβαιώσει, ἀπὸ πολὺ παλαιά, ἦταν δεμένος μαζί του «ἐν δεσμοῖς ἀγαπήσεως». Δέθηκα ἐγώ, λέει ὁ Θεός, μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἀγάπης μου, κι αὐτὰ τὰ δεσμὰ τά ’ριξα σὰν σκοινιὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς βγάλω μέσα ἀπὸ τὸ φθοροποιὸ λάκκο τῆς δουλείας καὶ τοῦ θανάτου. «Ἐν διαφθορᾷ ἀνθρώπων ἐξέτεινα αὐτοὺς ἐν δεσμοῖς ἀγαπήσεώς μου» (Ὡσ. ια΄ 4).
Δέθηκε ὁ Θεός, γιὰ νὰ λύσει τὸν ἄνθρωπο!...
Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ δεμένος. Δεμένος φρικτὰ ἀπὸ τὸ διάβολο μὲ διπλές, πολλαπλὲς ἁλυσίδες· τὶς ἁλυσίδες τῶν παθῶν. Ὑποδουλωμένος, φυλακισμένος, ἐγκλεισμένος στὸ τυραννικὸ καθεστὼς τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ αἰωνίου θανάτου, τοῦ πλήρους χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἦταν ἀδύνατον ὁ ἴδιος νὰ μπορέσει νὰ ἀποσείσει τὰ δεσμά του. Ἡ σκλαβιά του ἦταν φοβερή, κι οὔτε ὑπῆρχε διέξοδος διαφυγῆς καὶ ἐλπίδα σωτηρίας.
Καὶ τότε ἦλθε Ἐκεῖνος! Ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτήρ, ὁ Λυτρωτής. Καὶ δέχθηκε ὁ Ἴδιος νὰ δεθεῖ, γιὰ νὰ λύσει ἐμᾶς ἀπὸ τὸν «χρόνιον δεσμὸν τῆς καταδίκης τοῦ Ἀδάμ». Καὶ μὲ τὰ δικά του δεσμὰ «ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ σκότους καὶ σκιᾶς θανάτου, καὶ τοὺς δεσμοὺς ἡμῶν διέρρηξεν» (Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας). Ὅπως μὲ τὸ τραῦμα του θεραπευθήκαμε ἐμεῖς οἱ τραυματισμένοι («τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» Ἡσ. νγ΄ [53] 5), ἔτσι καὶ μὲ τὰ δεσμά του ἀποσείσαμε τὶς δικές μας ἁλυσίδες.
Δέθηκε Ἐκεῖνος καὶ ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ὑποδουλώνεται στὴν ἁμαρτία. Τοῦ τὴν χάρισε δυνάμει τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος καὶ μὲ τὴ χάρη ποὺ τοῦ χορηγεῖ διαρκῶς διαμέσου τῆς θείας Κοινωνίας, καθιστώντας τον ἔτσι ἀήττητο, ἐλεύθερο, ἀνυπότακτο στὸ κράτος τοῦ διαβόλου. Ἀρκεῖ βέβαια καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ θέλει νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ δύναμη αὐτὴ ποὺ κατέχει καὶ νὰ ἐνεργοποιεῖ τὴν ἀήττητη ἰσχύ της. Ἐὰν δὲν παραδίδεται ἐθελουσίως στὸ διάβολο μὲ τὴν ἀμέλεια στὴ ζωή του, τὴν ἀδιαφορία, τὴ ραθυμία καὶ ἀκόμη τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴν ὑποχώρηση, κανενὸς εἴδους δεσμὰ ἁμαρτίας δὲν μποροῦν νὰ τὸν αἰχμαλωτίσουν.
Τὰ δεσμὰ τοῦ Κυρίου μου ἐλευθερία δική μου! Τί λοιπὸν μένει νὰ Τοῦ ἀνταποδώσω ὡς εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτὰ τὰ σωτήρια δεσμά;
Οἱ φιλόθεες ψυχές, οἱ εὐγνώμονες ὑπάρξεις γνωρίζουν τί. Μὲ μιὰ κίνηση ἐλευθερίας θέτουν τοὺς ἑαυτούς τους αἰώνια ὑποταγμένους στὴν ἀγάπη του. Τὰ δεσμὰ τοῦ Κυρίου τους τὰ μετατρέπουν σὲ δεσμοὺς μόνιμης ὑποταγῆς καὶ ἀφοσιώσεως στὸ τίμιο πρόσωπό του, στὸ ἅγιο θέλημά του.
Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν στρέφουν τὸ βλέμμα τους παρὰ μόνο σ’ Ἐκεῖνον. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἐπιθυμοῦν στὴ ζωή τους παρὰ μόνο τὸ νὰ ἐκτελοῦν τὸν ἅγιο νόμο του. Βαδίζουν καὶ οἱ ἴδιοι στὰ ἴχνη τοῦ Κυρίου τους, Τὸν ἀκολουθοῦν κατὰ πόδας ὡς αἰχμάλωτοι, αἰχμάλωτοι τῆς ἀγάπης του, «δέσμιοι Χριστοῦ Ἰησοῦ» (Φιλήμ. 1).
Ἀληθινά, τί ἀνώτερο, εὐγενέστερο, μακαριότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σ’ ἐμᾶς ἀπὸ τὸ νὰ γίνουν τὰ δεσμά του δεσμοί μας μαζί του;...
Πηγή: Ο Σωτήρ, τεύχ. 2020, 1/4/2011, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ», σ. 25-26.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου