Όταν εγώ ασχολούμαι με το Θεό, τότε και ο Θεός ασχολείται με μένα! Πώς ο Θεός ασχολείται με εμένα; Μας το επεξηγεί, λέγοντας :
«Εγώ είμαι η άμπελος· σεις είσθε τα κλήματα. Το κλήμα, το κάθε φυτό, αν δεν μένει στο χωράφι, αν δεν τρέφεται από το χωράφι, δεν εξακολουθεί να ζει. Γεωργός είναι ο Πατέρας. Εκείνος φροντίζει και καλλιεργεί το αμπέλι Του. Συ, για να ζεις στο αμπέλι, πρέπει να είσαι κλήμα. Τότε θα κάνεις καρπό, για σένα καλό».
Όταν ο Θεός ασχολείται με το αμπέλι Του, για σένα φροντίζει!
Και όταν συ ασχολείσαι με το Θεό, πάλι για σένα είναι καλό. Γιατί ψάχνοντας για το Θεό, ψάχνοντας να βρεις τρόπο, να γίνεις κλήμα Του μέσα στο αμπέλι Του, ψάχνεις να βρεις τρόπο, να πάρεις κάτι.
Αν ο Θεός πάψει να ασχολείται με σένα, τότε συ σαν κλήμα, που δεν παίρνει ζωή από το αμπέλι, θα ξεραθείς, θα πάψεις να έχεις ζωή. Και χωρίς ζωή, κλήμα ξερό, πώς θα κάνεις καρπό;
Όταν συ μπαίνεις στο αμπέλι του Θεού, συ κερδίζεις, όχι ο Θεός. Και, όταν συ βγαίνεις από το αμπέλι του Θεού, βγαίνεις έξω από τη ζωή του Θεού και φυσικά χάνεις.
Γι’ αυτό έλεγε ο Χριστός· Μείνετε σε μένα, κοντά Μου, για να κάνετε καρπό! Δηλαδή, για να έχει αξία η ύπαρξη και η ζωή σας.
Τα άδηλα και κρύφια
Να προσεύχεσθε και για τους εχθρούς σας. Να ζητείτε από το Θεό, όχι να πεθάνουν, αλλά να διορθωθούν, να πάψουν να έχουν άσχημα αισθήματα. «Κύριε, ενώπιόν Σου πάσα η επιθυμία μου». Ένα θέλω, ένα ποθώ. Όλα όσα αναμοχλεύονται να θέλεις να τα βλέπεις!
Τι λαχταρώ εγώ, και Συ δεν το ξέρεις;
Τι με κάνει και στενάζω, και Συ δεν το ξέρεις;
Πώς θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο, αφού ο κάθε πόθος μου και η κάθε επιθυμία μου, και ο κάθε στεναγμός μου, «από Σου ουκ απεκρύβη»; Τον στεναγμό της καρδιάς μου άνθρωπος κανένας δεν τον βλέπει κανένας δεν τον αισθάνεται!
Τι μας λένε τα λόγια αυτά; Όπου πόθος και λαχτάρα, εκεί και στεναγμός. Όμως αυτά, συνήθως δεν γίνονται αισθητά σ’ εμάς! Αλλά του Θεού, δεν του ξεφεύγει τίποτε! Πόσο θα το ήθελα, Θεέ μου, όλα τα έργα μου, και τα άδηλα και κρύφια μου, να θέλεις να τα βλέπεις!
Η Εκκλησία κι εγώ
Η εκκλησία είναι Οίκος του Θεού. Εγώ θέλω να κάνω την εκκλησία «σπίτι μου». Στο δικό μου σπίτι, μπαίνω να μείνω εγώ σωματικά. Στο σπίτι του Θεού μπαίνω, για να έλθει και να μείνει μέσα μου και μαζί μου ο Θεός πνευματικά.
Ο άνθρωπος, τότε μόνο αρχίζει να αισθάνεται, ότι ο Κύριος είναι αγαθός όταν ο Θεός έλθει και αρχίσει να μένει μέσα του. Τότε ο Θεός τον γεμίζει ειρήνη και χαρά.
Και αντίθετα, όσο ο άνθρωπος δεν αφήνει το Θεό να μπει να κατοικήσει μέσα του, ήταν και εξακολουθεί να είναι άθλιος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος!
Ο άσωτος υιός, έμενε «μαζί» με τον πατέρα του! Αλλά δεν «Τον άφηνε» τον πατέρα του να μπει μέσα του! Και έτσι, ζώντας χωρίς Θεό, κατάντησε ταλαίπωρος και φτωχός, να βόσκει χοίρους!
Τότε κατάλαβε το λάθος του, γύρισε κοντά Του και Του ζήτησε να εισέλθει στον «οίκο του Πατέρα του». Όχι για να λύσει το πρόβλημά του, να φάει και να κοιμηθεί αλλά για να μπει ο Πατέρας του μέσα του, στην καρδιά του και να τον κάνει κατοικία Του, ανάπαυσή Του, και χαρά Του.
Άγιος Αυγουστίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου